Απομονωμένοι από τον άλλο κόσμο οι Σαρακατσαναίοι , σε μία κοινωνία με δικούς της κανόνες ήθη και έθιμα και δικιά της κοσμοθεωρία φυσικό ήταν να δώσουν δικές τους έννοιες προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τα διάφορα ((παράδοξα)) που αντιμετώπιζαν καθημερινά στα βουνά και στα λαγκάδια. Έτσι δημιούργησαν φαντάσματα ,αερικά ,ισκιώματα, σκιάσματα, Νεράιδες, Καλότυχες , ,Νταούτηδες, δράκους , βρικόλακες, στοιχειά και άλλα ξωτικά, που αποτελούν έναν αόρατο κόσμο από κακά πνεύματα και δαίμονες.
Τα ήξεραν όλα ένα προς ένα ,σε όποια περιοχή και αν βρίσκονταν και είχαν για αυτά πολλές παραδόσεις . Ήξέραν επίσης τους τρόπους που θα τα πολεμήσουν και θα τα εξουδετερώσουν. Για να φυλάγονται είχαν μαζί τους ένα σωρό φυλαχτά και ξορκίσματα που όλα ξεκινούν από την παλιά προφυλακτική μαγεία. Τα φυλαχτά πίστευαν πώς έχουν την δύναμη να τους προστατεύουν από κάθε δαιμόνιο και κακό. Αλλά και πολλές φορές τα βοηθούσαν να έχουν την υγεία τους και να προκόβουν αυτοί και τα κοπάδια τους.
Τα δαιμόνια στους Σαρακατσαναίους ήταν θηλυκά και αρσενικά. Τα φανταζόντουσαν με διάφορες μορφές , να τους κυνηγούν στα βουνά και στα λαγκάδια. Τα θηλυκά παρουσιάζονται σε όλους (άντρες και γυναίκες )με καθαρά ανθρώπινη μορφή σαν Νεράιδες που έχουν τρελάνει η έχουν αρπάξει ή έχουν παντρευτεί πολλούς Σαρακατσαναίους. Συχνά παρουσιάζονται σαν Μαινάδες ,αυτές είναι οι Καλότυχες, κακές γυναίκες με ανθρώπινη μορφή, πολλών από αυτές τα μαλλιά είναι σαν φίδια και οι περισσότερες ήταν οι μισές γομάρες και οι μισές άνθρωποι. Οι Καλότυχες ρίχνονταν στα πρόβατα και στα γίδια ,έρχονταν και όταν γεννούσαν οι γυναίκες και κυνηγούσανε σαράντα ημέρες την λεχώνα. Σκιάσματα διάφορα έπεφταν και στους αρρώστους και σε όσους ξεψυχούσαν. Πολλά τους δρασκελούσανε ακόμα και τους πεθαμένους.
Τους αρσενικούς δαίμονες τους λένε Νταούτηδες (αλλού ονομάζονται Νταβέτσι και Νταβέσκα).
Ο Νταούτης ήταν το άγριο κακό και δυναμικό δαιμονικό. Σάτυρος τραγόμορφος. Το κεφάλι του ήταν σαν τράγου με μεγάλα κέρατα , το μισό κορμί του ήταν και αυτό επίσης τράγου ,το άλλο κορμί του και τα πόδια του ήταν ανθρώπου που κατέληγαν σε μεγάλα νύχια τράγου.
Κανονικά τα σκιάσματα ,δαιμονικά ,Καλοτυχες , Νταούτηδες ,έπεφταν τρεις φορές τον χρόνο στα κοπάδια. Τον Δεκέμβρη πριν τα Χριστούγεννα ,στα τέλη του Απρίλη και στις αρχές του Μάη προτού φύγουν για τα χειμαδιά και μετά την μεταμόρφωση του Χριστού στα τέλη Αυγούστου. Όταν ρίχνονταν στα πρόβατα και στα γίδια έσκούζαν σαν όρνια.. Έπεφταν εκεί που κοιμούνται στο γρεκι και στον στάβλο. Προγκαγαν τα πρότα δίχως να ξέρεις τον λόγο. Σαν θα προγκήσουν δύο- τρεις φορές ,θα βρεις πάντα δύο- τρία και δέκα πολλές φορές ψόφια. Και πολλά άρρωστα με άλλη αρρώστια κάθε φορά (παρμάρα, βούρλα, βλογιά κλπ.). Όλοι τους πιστεύουν ότι οι περισσότερες αρρώστιες στα ζωντανά τους προέρχονται από τα δαιμόνια.
Τον Νταούτη τον έτρεμαν οι τσοπαναραίοι Είναι σατανικό που δεν έχει στασιά , δεν πιάνεται ούτε φυλαχτό τον διώχνει. Όταν πέφτει ,τα πρόβατα και τα γίδια αφηνιάζουν ,προγκάνε. Τα βρίσκει στον στάβλο , στη βοσκή ,στο γρέκι , όταν ξεκουράζονται ή βοσκούν και τα μαρκαλάει με το ζόρι. Τα ζωντανά φουσκώνουν ,πρήζονται , βγάζουν αίμα και ψοφάνε. Άμα ψοφήσουν πολλά πάει να πει πως πήγαν πολλοί Νταούτηδες ασκέρι. Αν ο Νταούτης πέσει σε γρεκι οι τσοπάνηδες παίρνουν το γρεκι από εκεί και το πάνε σε άλλη μεριά. Μερικοί προτού στήσουν το καινούργιο γρέκι φωνάζουν τον παπα και κάνει αγιασμό. Βγάζουν και τα κουδούνια από τα ζωντανά και τα διαβάζει ο παπάς . Δεν ξανάπανε ποτέ στο ίδιο σταλό να σταλίσουν τα πρόβατα γιατί ο Νταούτης είναι το μόνο σκίασμα που πηγαίνει και την ημέρα όπου και αν είναι τα πρόβατα και οι τσοπάνηδες. Στα καινούργια μαντριά και στον σταλό δεν παίρνουν μαζί τους τα σκυλιά. Γύρω από τα μαντριά ανάβουν μεγάλες φωτιές και καίνε παλιοτσάρουχα ,παλιοσκουτιά ,και θειάφι για να βγάζουν κάπνα. Η φωτιά και η κάπνα δημιουργούσε ένα μαγικό κύκλο και εμπόδιζε τους δαίμονες να μπουν στα μαντριά . Πίστευαν όμως ότι ο Νταούτης ήξερε να παίζει φλογέρα να ξεγελάει τα πρόβατα. Ήξερε επίσης και τα ονόματα τα ν τσοπάνηδων . Οι τσοπάνηδες όταν άκουγαν το όνομα τους δεν έπρεπε να απαντήσουν γιατί ο δαίμονας τους έπαιρνε την μιλιά ή τους πάταγε στην κοιλιά ή τους έκανε άλλα πολλά κακά.
Πάντα πίστευαν ότι το δέντρο είναι κατοικία μια ανώτερης μυστηριακής δύναμης . Έτσι έλεγαν πώς όταν το έκοβαν οι γυναίκες γινόταν κακός δαίμονας ,Καλότυχη ,έβγαινε από το δέντρο και γέμιζαν τα λόγγια. Το κόψιμο του δέντρου και του κλαριού είναι πράξη ιερουργική ,που την συνοδεύουν φυλαχτά και ξόρκια για να φεύγουν από τα λόγγια τα ισκιώματα και οι καλότυχες, που βαρανε γυναίκες και αντρες στο κεφαλι ή τους αρπαζουν από το χερι και το ποδι και τους βροντάνε. Και παίρνουν την φωνή σε όποιον τους μιλήσει.
Μαγική αλλά και αποτρεπτική δύναμη έχουν και τα δέντρα που τα κλαριά τους έχουν αγκάθια όπως: η αγκορτσά (αγριοαχλαδιά), η και χαμόκλαδα με αγκάθια όπως η σπαραγγκιά ,τα παλιούρια, τα γουμαράγκαθα κλπ. Αυτά έβαζαν συνήθως και στους φράχτες ,στα μαντριά κλπ. για να απομακρύνουν τα δαιμονικά.
Πολλά άλλα είναι τα μαγικά φυτά και κατ’ εξοχήν τα ((δυναμούχα)), το πυξάρι ,η λυγαριά κλπ.
Η λυγαριά ήταν το πιο ιερό τους χαμόδεντρο ανάμεσα στα δέντρα που λάτρευαν, τους έδινε το πρωτόγονο σχοινί το πιο γερό απ’ όλα. Όπως στους αρχαίους έτσι και στους Σαρακατσαναίους , η δύναμη της λυγαριάς είναι μαγική και εξαιρετική η συμβολική της σημασία. Με λυγαριά σχηματίζουν τους ιερούς κόμπους ή σταυρούς με την μαγική δύναμη ,όταν δένουν τα κλαδιά για να στήσουν τον σκελετό των καλυβιών και τους φράχτες στα καλά μαντριά. Σπάνια όταν δεν βρίσκουν λυγαριά στην περιοχή που νομαδεύουν ,μεταχειρίζονται άλλο φυτό για να δέσουν σταυρωτά. Από λυγόβεργες γίνονται τα ζουστάρια ή ζουνάρια που περιζώνουν από το χώμα ως την κορυφή ,όλο το κλάδωμα της καλύβας ,για να στερεωθεί καλά. Η λυγαριά ήταν ανάμεσα στα πρώτα φυλακτικά τους . Τα λουλουδάκια και τα φύλα της η έγγειος γυναίκα ράβει σε ένα πανάκι και φτιάχνει ένα φυλαχτό για να κρατιέται το παιδί και να είναι δεμένο μαζί της. Αλλά η λυγαριά έχει και δύναμη απελαστική :κρεμούσαν φυλαχτά με λυγαριά στην πόρτα της καλύβας , έβαζαν λυγαριά στα χαϊμαλιά των παιδιών, επίσης με βέργες από λυγαριά έφτιαχναν τα παιδιά (αγόρια) την Μ. Παρασκευή έναν σταυρό και γύριζαν ανάμεσα στα κονάκια για να τραγουδήσουν τα πάθια του Χριστού.
Βιβλιογραφία .Αγγελική Χατζημιχάλη:Οι Σαρακατσάνοι