Απ'; ότι φαίνεται οι σχέσεις τσελιγκάδων και τσοπάνηδων δεν ήταν πάντα και τόσο ομαλές.

Αφιερωμένο στον πατέρα μου.

Υπήρχαν κάποτε τσελιγκάδες που το συμφέρον τους έκανε άδικους και πλεονέκτες απέναντι στους τσοπαναραίους .
Αυτά τα πλεονεκτήματα άρχισαν να τα καταλαβαίνουν οι τσοπαναραίοι όταν με τα χρόνια οι παλιοί θεσμοί άρχισαν να χαλαρώνουν και οι ίδιοι άχησαν να ξεφεύγουν από το στενό δεσμευτικό περιβάλλων του τσελιγκάτου και να έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο.

Άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι πως οι ζημιές και τα έξοδα δεν έπρεπε να πέφτουν σε βάρος όλης της στάνης ,αλλά με αναλογία στον καθένα ,σύμφωνα με τα ζωντανά που έχει .

Ήξεραν ότι τα πρόβατα έπρεπε να βοσκούν σύμφωνα με το γεννος που έχουν, δηλ. κατά τον μήνα που γενούν και πηγαίνουν τα πρώιμα στο καλύτερο λιβάδι , όταν όμως ο τσέλιγκας βλέπει ότι τα δικά του δεν είναι πρώιμα ρίχνει των τσοπαναραίων τα πρώιμα στο δευτερότερο λιβάδι ,για να πέσουν αργότερα τα δικά του στο καλό και απείραχτο χορτάρι.
Οι καημένοι οι τσοπαναραίοι έβλέπαν την αδικία αλλά δεν μπορούσαν να αντιδράσουν διότι δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να νοικιάσουν δικά τους λιβάδια . Και σε άλλο τσέλιγκα να πηγαίνανε το ίδιο θα γινότανε. Η ίδια εκμετάλλευση συνεχίζονταν από τον τσέλιγκα και στο πούλημα των σφαχτών, όταν τα πούλαγε όλα μαζί . Όταν ο τσέλιγκας είχε πολλά αδύνατα και σκάρτα αρνιά ,τα ζ(ι)μέτια ,τα έριχνε σε βάρος όλης της στάνης.
Όσο για την ρόγα που έδιναν πολλοί τσελιγκάδες στους μπιστικούς ήταν πολύ μικρή ,αλλά τον δέχονταν οι τσοπαναραίοι για τον παραπάνω λόγο .

Παράπονα επίσης υπήρχαν για την κατανομή εργασίας των γυναικών, διότι όλες οι γυναίκες έκαναν τις ίδιες εργασίες της στάνης ανεξάρτητα αν οι άντρες τους είχαν πολλά ή λίγα πρόβατα.

Άλλο σοβαρό παράπονο ήταν ότι ο τσέλιγκας βαραίνει την στάνη με όλα τα έξοδα που κάνει για την φιλοξενία , τα μουσαφιρλίκια, σε κάθε πρόσωπο που πηγαίνει στη στάνη , χωρίς πολλές φορές κάποιες φιλοξενίες να έχουν σχέση με την στάνη.
Επίσης παραπονιόντουσαν για τους φόρους που πλήρωναν για τα τυριά ,τα γάλατα ,τα σφαχτά, για τα ταξίδια του τσέλιγκα που όλα τα έξοδα τα έριχνε σε όλη την στάνη ,καθώς επίσης για όσα αγαθά αναγκάζονταν να αγοράσουν από τον τσέλιγκα ,που συνήθως τους έδινε τα χειρότερα και τους χρέωνε όσο ήθελε . Οι τσοπαναραίοι και λεφτά να είχαν δεν μπορούσαν να αφήσουν το κοπάδι και να κατέβουν στην πόλη να ψωνίσουν.

((Η φτώχια τα πληρώνει ούλα ντίπ έλεγαν οι κακόμοιροι τσοπαναραίοι . Η φτώχεια τα κρατάει ούλα . Τους μαζώνει τους παράδες ο τσέλιγκας σούμα. Κάνει τον Μάη τον λογαριασμό σαν κόβει το γάλα απ'; τη στάνη και ρίχνει ούλα τα έξοδα στο σ'; ένα χαμούρι (κοινό ταμείο). Χωρίζει σε όλους τα ίδια έξοδα και λέει από τόσα πέφτουν στον κάθε τσοπάνη. Κάνει τα τραπέζια στους δικούς του και τους χρεώνει ούλους . Πάει στα Γιάννινα για δουλειές του και βάζει πως πάει για δουλειά της στάνης . Παίρνει το τυρί της στάνης , κάνει πέρα να το πουλήσει στα Γιάννινα και βάζει τους φόρους σε όλους το ίδιο , και σε εκείνους που έχουν λίγο τυρί και σε εκείνους που έχουν πολύ. Κατεβαίνει να πουλήσει τα γαλατά του στα Γιάννινα και ρίχνει τα έξοδα του σε όλη την στάνη .Συμφωνάει με τους εμπόρους ,πουλάει και λέει όσα θέλει στους τσοπαναραίους. Σε ποιόν δίνει λογαριασμό !!! Γκαβός κόσμος ! Τον πελεκάει στο ξύλο ,τον φτιάνει σκάλες στον τσέλιγκα και τον φυλάει ο φτωχός σμίχτης , μα εκείνος κάνει ότι θέλει . Και η Λαμπρή , που πααίνουμε με κιριά στη εκκλησιά ,δύσκολα σ'; δίνει τους παράδες για τα κιριά. Πρέπει ούλα να τ'; αγοράζεις από τον τσέλιγκα και να σου δίνει ότι θέλει )).

Βιβλιογραφία. Αγγελική Χατζημιχάλη ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ