Ως γνωστόν τους Σαρακατσαναίους στις πόλεις και στα χωριά τους αποκαλούσαν Βλάχους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως το "βλάχος" δεν δηλώνει εθνότητα αλλά τον επαγγελματία που ασχολείται με την κτηνοτροφία, και όχι μόνο. Bλάχο επίσης αποκαλούσαν και αποκαλούν ακόμη αυτόν που στην νοοτροπία είναι αγροίκος ,αμόρφωτος και απολίτιστος.
Οι Σαρακατσαναίοι αποδέχονταν τον όρο
Bλάχος αλλά ,με την επαγγελματική και κοινωνική σημασία της λέξεως, δηλ. τσοπάνηδες ,νομάδες κλπ και λέγανε χαρακτηριστικά :εμείς οι Βλάχοι όπου λάχει.
Όταν ο όρος έπαιρνε φυλετική διάσταση αμέσως αντιδρούσαν και έλεγαν (Όχι ωρέ ,ιγώ δεν είμι τέτοιους βλάχους, ιγώ είμαι Βλάχος Σαρακατσάνους)) και διαχώριζαν αμέσως την θέση τους από τους άλλους ξενόγλωσσους νομάδες ,χαρακτηριστικοί είναι η παρακάτω παροιμία που λέγανε : άμα ακούς να λέει το γάλα λάπτε βάρατουν στου κιφάλ(ι).

Η παραπάνω παροιμία φανερώνει το μίσος που τους χώριζε τους Σαρακατσαναίους από τους Αρβανιτόβλαχους , Καραγκούνηδες και για κοινωνικούς λόγους και από αυτούς τους Κουτσόβλαχους.
Άλλη χαρακτηριστική παροιμία είναι η εξής ((βρήκις βλάχου , φκιάκσ' του τάφου)) που με αυτή την παροιμία ο Σαρακατσάνος εννοεί τον αλλόφυλο ποιμένα που πρέπει να το εξοντώσουν να μην τους εξοντώσει. Επίσης λέγανε δεν σμίγουμε ποτέ με Βλάχους ούτε κουβέντα καμία κάνουμε μαζί τους , ούτε τους ονοματίζουμε ,ούτε τους πλησιάζουμε . Αυτοί είναι άλλοι και έχουν άλλη ξυπνάδα απ' τη δική μας .
Είναι μασκαράδες και στα πρόβατα μεράκι δεν έχει κανένας τους . Μείς δεν έχουμι μυαλό για εμπόριο, είμαστε ξεφτέρια στα πρώτα μας

 
Για αυτούς που οι Σαρακατσαναίοι ένιωθαν πραγματική αποστροφή ήταν οι Αρβανιτόβλαχοι ,όχι μόνο για την γλωσσική και φυλετική διαφορά, αλλά σαν επαγγελματίες κτηνοτρόφοι και αυτοί τους συναγωνίζονταν επαγγελματικά. Παλιότερα μάλιστα γινόταν πραγματικές μάχες για το ποιος θα εκτοπίσει τον άλλον από τα καλύτερα βοσκοτόπια. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Σαρακατσάνες μητέρες δίδασκαν τα παιδιά τους να μην σχετίζονται με τους Αρβανιτόβλαχους και να τους αποφεύγουν.
Οι Σαρακατσαναίοι δεν έστηναν ποτέ τα κονάκια τους κοντά στα Αρβανιτοβλάχικα αλλά πάντα όσο μπορούσαν μακρύτερα.  Μερικές φορές όμως που δεν γινόταν διαφορετικά και εκ των πραγμάτων, τα κονάκια στήνονταν κοντά το ένα με το άλλο, οι Σαρακατσάνες κρατούσαν αυστηρά τον παραδοσιακό θεσμό που δεν τους επιτρέπει να έχουν την ελάχιστη επαφή μαζί τους αλλά ούτε και να καλημερίζονται μεταξύ τους οι γυναίκες.
Οι Αρβανιτόβλαχοι και ιδίως οι γυναίκες τους φυλάγονταν, διότι οι Σαρακατσάνες και τα παιδιά τους τις κορόιδευαν συνέχεια για την γλώσσα τους, που την έλεγαν τριβλή. Ποτέ καμία Σαρακατσάνα οτιδήποτε και αν συμβεί δεν έμπαινε σε ξενόφωνο καλύβι. Είναι νόμος άγραφτος και απαράβατος. Αν κάποια στιγμή αναγκαστεί να μιλήσει σε ξενόγλωσση Βλάχα για κάποιο λόγο, της μιλάει έξω από το καλύβι και φεύγει γρήγορα. Λένε: η κουβέντα μας ,δε νοτίζει μ' αυτές . Η σάρκα τους μυρίζει αφύσικα δε μυρίζει σαν χριστιανός. Κάλλιο μονάχες μας , νάχουμε και την πάστρα μας.

Με τους Κουτσόβλαχους οι Σαρακατσαναίοι δεν είχαν μεγάλες διαφορές αμφότεροι καταλάβαιναν ότι τους συνδέει μια ελληνική συνείδηση, γιατί στον μεγάλο ξεσηκωμό πολλές αρματολίτικες οικογένειες ήταν κοτσοβλάχικες. Οι Σαρακατσαναίοι είχαν μαζί τους εμπορικές συμφωνίες, τους πουλούσαν τα σφαχτά ,τα γάλατα ,τα μαλλιά και τα τυριά τους και υπάρχουν μάλιστα αμέτρητα παραδείγματα επαγγελματικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο φιλές.
Πολλές φορές υπήρχαν και διαφορές ανάμεσα σε Σαρακατσαναίους και Κουτσόβλαχους για τα κοινά συμφέροντα νερό, βοσκοτόπια , ίσκιος κλπ. Οι διαφορές αυτές λύνονταν με την μεσολάβηση φιλικών ή συγγενικών προσώπων ,αλλά ποτέ αυτές οι διαφορές δεν λύνονταν ομαλά ανάμεσα σε Σαρακατσαναίους και Αρβανιτόβλαχους. Τους τελευταίους οι Σαρακατσαναίοι τους έλεγαν και καραγκούνηδες και Μπουρτζόβλαχους.
Μπορεί οι Σαρακατσαναίοι να ζήλευαν τους Κουτσόβλαχους διότι ήταν πιο εύποροι και αποκατεστημένοι ημινομάδες ,αλλά τους θεωρούσαν κατώτερους τους σαν επαγγελματίες και αυτούς και όλους τους υπόλοιπους νομάδες.