Το δημοτικό τραγούδι ήταν ο ούριος άνεμος που κράτησε άσβεστη την φλόγα της ελευθερίας οταν την πατρίδα μας την έσκιαζε η φοβέρα και την πλάκωνε η σκλαβιά.
Αυτός ο ούριος άνεμος ξεκίνησε από τα απάτητα βουνά όπου ζούσαν οι ελεύθεροι Έλληνες και έγινε οι μούσα των υπολοίπων Ελλήνων που τους έδινε κουράγιο και δύναμη ώσπου να σημάνει η ώρα της ελευθερίας. Οι Σαρακατσαναίοι σαν αδούλωτοι  και αγέρωχοι  Έλληνες των βουνών ήταν αυτοί που κράτησαν ασβέστη την φλόγα της λευτεριάς δίνοντας κουράγιο στον σκλαβωμένο λαό . Από αυτούς ξεπετάχτηκαν οι καλύτεροι καπεταναίοι του αγώνα και η λαϊκή μούσα τους τίμησε δεόντως .

Του Δίπλα 
Ο Δίπλας ήταν μία από τις ιστορικότερες μορφές της Λευτεριάς του ΙΗ αιώνα .
Στο κλαρί βγήκε σε ηλικία δεκαεπτά ετών στην αρχή πολέμησε μαζί με τους με Κοντογιανναίους και τους Μπουκουβαλαίους , αλλά όταν έγινε εικοσιένα ετών έκανε δικό του σώμα, διακρινόταν για την σύνεση και το στρατηγικό του μυαλό, εθεωρείτο μάλιστα ο αρχηγός όλων των κλεφτών. 

Ο Fayrier στα (Ελληνικά δημοτικά τραγούδια γράφει): Ο Δίπλας ένας των καπιτάνων της Ακαρνανίας και των Αγράφων ,έζησε περί το τέλος του περασμένου αιώνος. Είχε είδη αποκτήσει μεγάλην πείραν και εθεωρείτο ο αρχηγός όλων των κλεφτών των χρόνων του και της περιοχής του , όταν ο περίφημος Κατσαντώνης ήρχησε να διακρίνεται και κατέληξε να τον επισκίαση.

Κοντά του μαθήτευσαν άλλοι μεγάλοι αρματολοί και κλέφτες ώσπου έφτιαξαν δικά τους ένοπλα σώματα, όπως ο βαφτισιμιός του και ανιψιός του Αντώνης Κατσαντώνης με τ'
 αδέρφια του Κώστα Λεπενιώτη και Γιώργο Χασιώτη επίσης ο Τσόγκας , ο Καραγιανάκης , ο Καραϊσκάκης κλπ.
Και εδώ πρέπει να τονίσουμε την συνεισφορά του Καπετάν Δίπλα στον αγώνα. Ο Δίπλας ήταν Ανδρείος ,έξυπνος και άριστος γνώστης της τέχνης του κλεφτοπολέμου, και αυτές τις γνώσεις του τις παρέδωσε και στους μαθητές του. Αν δεν υπήρχε ο Καπετάν Δίπλας να εκπαιδεύσει τόσους και τόσους κλεφτές και αρματολούς σίγουρα δεν θα υπήρχαν ούτε ο Κατσαντώνης, ούτε ο Λεπενιώτης ούτε ο Χασιώτης ούτε ο Καραϊσκάκης. ούτε ο Τσόγκας, Καραγιανάκης κλπ, ίσως να μην πετύχαινε και η ελληνική επανάσταση, δηλ το έθνος μας οφείλει πολλά στον καπετάν Δίπλα.
Ο Δίπλας ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τον κατακτητή, ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι και ποτέ δεν προσκύνησε Τούρκο πασά, αλλά και δεν έκατσε ποτέ στο ίδιο τραπέζι με τους εκάστοτε κοτσαμπάσιδες και προεστούς όλη του την ζωή την έζησε στο βουνό με το όπλο στο χέρι πολεμώντας τους κατακτητές.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω τραγούδι.

Τρία πουλάκια κάθονται στου Δίπλα το ταμπούρι
μοιρολογούσαν κ' έλεγαν μοιρολογούν και λένε.
Σήκου Δίπλα μ' να φύγουμε σ' άλλα βουνά να πάμε.
Πολλή τουρκιά μας πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδι.
Ας  τους πουλί μ'  ας έρχονται και να περνοδιαβαίνουν
να ιδούν του Δίπλα το σπαθί , του Δίπλα το ντουφέκι.

Το λέν' οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια,
το λέει και ο πετροκότσυφας στα κλέφτικα λημέρια.
Οι κλέφτες σκορπίσανε και γίνανε μπουλούκια.
Ο Δίπλας πάει στ' Άγραφα κι ο Αντώνης πάει Βάλτο.
Κι ο Νάσος πέρα πέρασε κατά τα Βλαχοχώρια,
για να βαφτίσει ένα παιδί ,να πιάσει μια κουμπάρα.

Τρία πουλάκια κάθονται στου Δίπλα το ταμπούρι,
μοιρολογούσαν κι έλεγαν μοιρολογούν και λένε
Σήκου Δίπλα μ' να φύγουμε σ' άλλα βουνά να πάμε.
Πολλή τουρκιά μας πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδι.
Ασ' τους πουλί μ' κι ας έρχονται και να περνοδιαβαίνουν
να ιδούν του Δίπλα το σπαθί , του Δίπλα το ντουφέκι.

Ένα πουλάκι λάλησε στου Δίπλα το ταμπούρι,
δεν ελαλούσε σαν πουλί , σαν ούλα τα πουλάκια ,
μόνο λαλούσε κ' έλεγε μ' ανθρώπινη λαλούλα .
-Μην είναι ο Τσόγκας πούρχερται ,μην είναι ο Λεπενιώτης ;
-Μηδέ ο Τσόγκας έρχεται μηδέ ο Λεπενιώτης ,
Μον  είναι ο Μαχουρντάραγας με δυό και τρεις χιλιάδες.
Φέρνει κι ασκέρι διαλεχτό ,ούλου τσοχανταραίους .
Στα δόντια παίρνουν το σπαθί , στο χέρι το ντουφέκι.
Ας έρχονται οι παλιότουρκοι εμείς τους καρτερούμε .
Εδώ είναι του Αντώνη το σπαθί του Δίπλα το Νταλιάνι.
Και ο Δίπλας τότε χούγιαξε και ο Δίπλας τότε λέει:
-Πούστε παλικάρια μου , παλιοί μου μπουλουκτσήδες,
αντέτι πιάστε , κάμετε σ' αυτούς τους γουρνομήτες.
Για σύρτε τα λαφριά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια.
Γιουρούσι κάναν με σπαθιά,
παίρνουν τους τούρκους ομπροστά , ομπροστά σαν βουκολογελάδια
σαν την κοπή τα πρόβατα, σαν την κοπή τα γίδια.
Διακόσιους Τούρκους σκότωσαν και κ' εξήντα λαβωμένους.

Ο Δ.. Σταμέλος γράφει :Ο Δίπλας πολύπειρος ,κλέφτης έβλεπε πως ο βαφτισιμιός του , το νιοβλαστάρο της κλεφτουριάς θα στεκόταν από εδώ και πέρα το ασύγκριτο ταμπούρι της Ρωμαίικης αρματωσιάς. Και του δίνει την θέση του ,για να μπει ο ίδιος απλός πολεμιστής στο Κατσαντωναίοικο φουσάτο που όλο μεγαλώνει ,σε νομάτους και αντρειοσύνη.
Έτσι ο Καπετάν Δίπλας γέρος πλέων ,έπειτα από μισό αιώνα αγώνων ως καπετάνιος παραδίδει την αρχηγεία στον αξιότερο από τα παλικάρια του τον Αντώνη Κατσαντώνη.

Του Δίπλα οι φίλοι έλεγαν και τον παρακαλούσαν .
-Σήκω να φύγεις , Δίπλα μου ,πάρε τον Κατσαντώνη,
τι Αλή Πασσας σας έμαθε ,στέλνει τον Μουχουρδάρη
Και τα λημέρια φώναξαν όσο κι αν ημπορούσαν:
Ο Μουχουρδάρης έρχεται με τέσσαρες χιλιάδες .
Φέρνει Αρβανίτες του Πασσά ,τους τσοχαδαραίους,
στα δόντια φέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα ντουφέκια.
Ο Δίπλας ζωντανός ,πόλεμο δεν φοβάται ,
Έχει λεβέντες διαλεχτούς ,όλους Κατσαντωναίους.
Τρων ΄ το μπαρούτι για ψωμί , τα βόλια για προσφάγι.
Σφάζουν τους τούρκους σαν τραγιά κι αγάδες σαν κριάρια.

Του Δίπλα οι φίλοι λέγανε και τον παρακαλούσαν .
-Σήκω να φύγεις Δίπλα μου , με τους Κατσαντωναίους ,
σας έμαθε ο Αλή Πασσας και στέλνει να σας πιάσει
ένα κακό δερβέναγα τον Άγο Μουχουρνάρη.
Τον λόγο δεν απόκειοσαν, τον λόγο δεν απόειπαν,
και τα λημέρια φώναξαν όσο κι αν ημπορούσαν
Ο Μουχουρνάρης πλάκωσε με τέσσαρες χιλιάδες
σέρνει λεβέντες διαλεχτούς όλο τσοχανταραίους
στα δόντια σέρνου τα σπαθιά , στα χέργια τα ντουφέκια .
Και ο Δίπλας αποκρίθηκε και τους απολογιέται.
Όσο είναι ο Δίπλας ζωντανός τους τούρκους δεν φοβάται
.Έχει λεβέντες διαλέχτους και τους Κατσαντωναίους ,
που τρων μπαρούτι για ψωμί και βόλια για προσφάγι
και σφάζουν τούρκους σαν αρνιά και σαν παχιά κριάρια.

Σχετικά με τον θάνατο του Δίπλα έχουμε τις εξής εκδοχές:
Ο Καποδίστριας λέει πώς τον Ιούλιο του 1807 όταν τα σώματα του Κατσαντώνη και του Κίτσου Μπότσαρη πήγαιναν στην Λευκάδα για να πάρουν μέρος στην συνάντηση που είχε κανονίσει ο ίδιος ο Βασίλης Δίπλας συγκρούστηκε με Τουρκαλβανούς έξω από το μοναστήρι της Τατάρνας ,στου Μανόλη το γιοφύρι.
((Τας πρωϊνάς ώρας μέχρι της μεσημβρίας διήλθομεν ακροώμενοι αυτών αφελέστατα και φυσικότατα αφηγουμένων τα νωπά έτι κατά των τούρκων κατορθώματα των, ιδία δια την τελευταίαν μάχη των 300 αγωνιστών ,οίτινες υπο την ηγεσίαν του Μπότσαρη και του Κατσαντώνη
κατετρόποσαν μέγα σώμα Τουρκαλβανών ,ων 80 εφόνευσαν και πλείστους ετραυμάτισαν ,των λοιπών εγκατελοιψάντων τας αποσκευάς των και τραπέντων είς φυγήν. Εν τη μάχη εκείνη είχον πέσει ,γενναίως μαχόμενοι ,10 Έλληνες ,εν οις και ο ανδρείος Δίπλας ,όστις ξιφουλκίσας και επιτεθείς εντός αυτών των χαρακωμάτων των εχθρών ,έπεσεν άπνους βληθείς υπό εχθρικής σφαίρας)).

Ο FAURIEL δεν λέει που και πότε σκοτώθηκε ο Δίπλας αλλά λέει ότι θυσιάστηκε προσπαθώντας να σώσει τον Κατσαντώνη σε κάποια μάχη που κινδύνευε .
((Ο Κατσαντώνης πολλές φορές κυνηγήθηκε από τους Αλβανούς ,και πάντα καλούσε τον Δίπλα για βοήθεια. Οι δύο καπεταναίοι ενωμένοι κυνηγούσαν τους Αλβανούς και όταν πέρναγε ο κίνδυνος ξαναγύριζαν στις θέσεις τους. Σε κάποια μάχη όμως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά . Και οι δύο καπεταναίοι μαζί δεν είχαν πάνω από εκατόν είκοσι άνδρες ,δέχθηκαν επίθεση χιλίων πεντακοσίων Αλβανών και διαλύθηκαν και οι δύο αρχηγοί έμειναν μόνοι με λίγα παλικάρια περικυκλωμένοι από τους Αλβανούς και απ' ότι φαίνεται θα πιάνονταν ζωντανοί.
Την ώρα της μάχης ο αρχηγός των Αλβανών φώναξε:
-Ποιος από σας είναι ο Κατσαντώνης ;
-Εγώ απαντά με υπερηφάνεια και χωρίς δισταγμό ο Κατσαντώνης ,θεωρώντας ότι δεν ήταν αντρίκειο να κρύψει το όνομα του μπροστά στον εχθρό.
Τότε οι Αλβανοί επιτέθηκαν εναντίων του τον συλλαμβάνουν και ενθουσιασμένοι ήταν έτοιμοι να τον εκτελέσουν.
Τότε πετάχτηκε ο Δίπλας από το ταμπούρι του και λέει με βροντερή φωνή:
-Ποιος είναι αυτός ο τιποτένιος που άφησε να τον πιάσουν και λέει πώς είναι ο Κατσαντώνης , ο Κατσαντώνης είμαι εγώ, κι όποιος νομίζει ότι μπορεί να με πιάσει ας κοπιάσει.
Οι Αλβανοί στράφηκαν προς τον Δίπλα είδαν έναν τεράστιο άντρα με άγριο πρόσωπο και βροντερή φωνή πίστεψαν πως είναι ο Κατσαντώνης και στράφηκαν προς το μέρος του, δίνοντας την ευκαιρία στον Κατσαντώνη να δραπεύσει.
Σ' αυτή τη μάχη σύμφωνα με τον FAURIEL σκοτώθηκε ο Δίπλας.
Σύμφωνα με τον Yemeniz , ο Δίπλας σκοτώθηκε στην μάχη με τον Βεληγκέκα ενώ προσπαθούσε να σώσει τον Κατσαντώνη.
Την ώρα της μάχης όλοι οι Αλβανοί είχαν πέσει πάνω στον Κατσαντώνη να τον σκοτώσουν και σε κάποια στιγμή ο Κατσαντώνης είχε περικυκλωθεί από τους Αλβανούς και κινδύνευε άμεσα ,τότε πετάχτηκε ο ρωμαλέος Δίπλας μπαίνει ανάμεσα στον Κατσαντώνη και τους Αρβανίτες και λέει ότι εγώ είμαι ο Κατσαντώνης.
Οι αρβανίτες ξεγελάσθηκαν και στράφηκαν εναντίων του δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Κατσαντώνη να απελευθερωθεί, και να ξαναδώσει κουράγιο στα παλικάρια του.
Ο Δίπλας αφού σκότωσε εφτά τούρκους με το σπαθί του πέφτει από εχθρικό βόλι και ένας αλβανός περνάει και του κόβει το κεφάλι.
Ο Κασομούλης μας δίνει μία άλλη εκδοχή σε κάποια μάχη που ήταν να δοθεί με πολυάριθμους αρβανίτες θα συμμετείχαν τα σώματα του Δίπλα, του Σουλιώτη Κοσμά , του Κατσαντώνη και του Καραϊσκάκη ,σε κάποια κρίσιμη στιγμή ενώ η μάχη δεν είχε ξεκινήσει ακόμη ο Δίπλας λέει:
-Πάμε να φύγουμε δεν μου αρέσει το μέρος .
-Οι Σουλιώτες δεν φεύγουν απάντησε ο Κοσμάς .
Όταν ξεκίνησε η μάχη οι Σουλιώτες κατάλαβαν το λάθος τους και ο Κοσμάς είπε:
-Να φύγουμε.
Ο Δίπλας δεν φεύγει απάντησε ο καπετάνιος.
Σ' αυτή την μάχη σκοτώθηκε ο Δίπλας ,τραυματίστηκε ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης.


Του Κατσαντώνη

Ο Κατσαντώνης σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς γεννήθηκε στο Μύρεση (Μάραθος ) των Αγράφων ,ενώ με κάποιους άλλους γεννήθηκε στο Βασταβέτσι των Τζουμέρκων. Το πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Ο Ε. Φραγκίστας γράφει ότι ο Κατσαντώνης έγινε κλέφτης το 1802 σε ηλικία εικοσιπέντε ετών επομένως θα πρέπει να γεννήθηκε την άνοιξη του 1777.
Κατάγεται από Σαρακατσαναίηκη οικογένεια των Αγράφων , ο πατέρας του ήταν ο τσέλιγκας Γιάννης Μακρυγιάννης η μητέρα του ονομάζονταν Αρετή είχε αλλά τρία αδέρφια (τον Γιώργο Χασιώτη, τον , Κώστα Λεπενιώτη και τον Μήτρο η Κούτσικο και μία αδερφή την Κατερίνα) η οικογένεια του ξεκαλοκαίριαζε στ ‘ Άγραφα και στα Τζουμέρκα και τον χειμώνα διαχείμαζε στη Λεπενού .Συγγενείς του επίσης ήταν ο Γιώργος Τσόγκας ,ο Δημοτσέλιος ο Καραϊσκάκης και πολλοί άλλοι καπεταναίοι.
Εκεί κάποια στιγμή ο Κατσαντώνης κατηγορήθηκε για ζωοκλοπή από έναν ενοικιαστή βοσκοτόπων του Αλί Πασά που ονομάζονταν Γιάγκος Καραγκούνης.
Ο Κατσαντώνης πιάστηκε με την παραπάνω κατηγορία ,βασανίσθηκε και στάλθηκε στα Γιάννενα στο Αλή Πασά . Ο Αλή πασσάς ζήτησε λύτρα από το Πατέρα του για να τον αφήσει ελεύθερο, ο οποίος και τα παρέδωσε . Η παραπάνω περιπέτεια ήταν η αιτία που ο Κατσαντώνης αποφάσισε να βγει στο κλαρί.
Χαρακτηριστική ήταν η συνομιλία με την μάννα του πριν φύγει:
-Μάννα έλεγε δεν μπορώ πια αυτή την ζωή θα πάω να γίνω κλέφτης!
Αλλά η μάννα του είχε σοβαρές αντιρρήσεις και του έλεγε :
-Κατσ' Αντώνη μ' κατσ'  Αντώνη μ' μην φεύγεις ! Απ' αυτή την συνομιλία του έμεινε το όνομα Κατσαντώνης.
Και έτσι ο Κατσαντώνης σε ηλικία εικοσιπέντε ετών σκοτώνει τον μπολούκμπαση που τον συνέλαβε και βγαίνει στο βουνό και γίνεται κλέφτης.
Στο βουνό συναντάει τον θείο του και νουνό του τον αρχικαπετάνιο Δίπλα, εκεί συναντάει και άλλος μεγαλους, κλέφτες όπως ο Νάσιος Κουμπόπουλος, ο Τσιάκαλος κλπ. Σε λίγο τον ακολούθησαν τα αδέρφια του και τα ξαδέρφια του ο Τσόγκας και ο Καραγιαννάκης που αργότερα έγινε και πρωτοπαλίκαρο του.
Ο Faurier τον χαρακτηρίζει ως εξής: εκτός του επιβλητικού παρουσιαστικού του , ο Κατσαντώνης διέθετε όλα τα χαρίσματα για να γίνει ένας μεγάλος κλέφτης. Ήταν γενναίος μέχρι θρασύτητος, πολύ ευκίνητος, ελαφρόσωμος , με πανούργο πνεύμα, και εθερμαίνετο από το αίσθημα της αντεκδίκησης . Και ο Βαλαωρίτης συνεχίζει ((Ητο μετρίου αναστήματος και είχε βλέμμα κεραυνού. Μέλας ,δασύς και μακρύς ο μύσταξ του με φρύδια νεφελώδη και γλυκιά αρμονική φωνή. Τα όπλα του πολυτελέστατα . Μαύρη εκ της πολυχρονίου τριβής η φουστανέλα του και επάνω του έλαμπε ο χρυσός και ο άργυρος. Γνώριζε απ' έξω όλα τα βουνά και ήταν άριστος γνώστης την στρατηγική του ανταρτοπόλεμου.
Εγκαταστάθηκε μαζί με τα παλικάρια του στην θεσσαλική πλευρά των Αγράφων ,εκεί που άλλοτε έβοσκε τα πρόβατα του, όπως μας λέει το παρακάτω τραγούδι.

Στις δέκα πέντε τ' Απριλιού , στις είκοσι του Μάη ,
Οι κλέφτες κάνουν σύναξη ψηλά στα κορφοβούνια
και κάνουν όρκο στο σπαθί στ' άγιο το Βαγγέλιο,
Τούρκο να μην αφήσουνε , Ρωμαίικο να γίνει
Πιάνουν μοιράζουν τα βουνά, μοιράζουν και τους Κάμπους.
Ο Κατσαντώνης παίρνει τ' Άγραφα τον Βάλτο ο Λεπενιώτης
Κι ο Παπαθύμιος τον Προυσό μαζί με μοναστήρια.
Και πιάσανε τον πόλεμο , τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Κι ο Παπαθύμνιος Φώναξε κι ο Παπαθήμιος λέει:
Παιδιά γιουρούσι ας κάνουμε και στ' Άγραφα να πάμε.

Ο Κατσαντώνης ξεκίνησε με δέκα παλικάρια έπειτα έγιναν είκοσι -πενήντα-εκατό κλπ.
Σε λίγο καιρό αναστάτωσε την Ακαρνανία και τα Άγραφα ,από εκεί ξεκίνησε να στρατολογεί παλικάρια .Τα πρώτα του παλικάρια ήταν οι εξής :Νάσιος Κουμπόπουλος, ,ο Τζιάγκας, ο Κραραϊσκάκης, ο Καραγιανάκης , ο Τσόγκας κλπ.

Έκατσε ο Αντώνης στ' Άγραφα να μάσει παλικάρια.
Τα μάζεψε τα μέτρησε ,ήταν δυο και τρεις χιλιάδες,
κ' έκατσε και τα διάταξε σαν μάννα και πατέρας.

Βγήκε ο Αντώνης στ' Άγραφα
-Αντώνη ,Αντώνη ,Αντώνη Κατσαντώνη
να μάσει παλικάρια .
Τα μασε κι τα διάταζι
Αντώνη ,Αντώνη ,Αντώνη Κατσαντώνη
σα μάνα κι πατέρας.
Δε θέλου κλέφτες για τραγιά ,
Αντώνη ,Αντώνη ,Αντώνη Κατσαντώνη
Κι κλέφτες για κριάρια
Αντώνη ,Αντώνη ,Αντώνη Κατσαντώνη
Μον' θέλου κλέφτις για σπαθιά
Αντώνη ,Αντώνη ,Αντώνη Κατσαντώνη
Κι κλέφτες για ντουφέκια

Μαυρίζουν γύρω τα βουνά μαυρίζουν και οι κάμποι
Κι οι ρεματιές αχολογούν κι αντιλαλούν οι λόγκοι.
Τι νάνε ,κρίνα του βουνού , του κάμπου μαντζουράνες ;
Τι νάνε ο αχός που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη;
-Ο Κατσαντώνης πολεμά με τους αρβανητάδες.
Χίλιους σκοτώνει στο βουνό και χίλιους μες τον κάμπο.
Τρία μπαϊράκι πήρε τους και όλον τον τσαχπινέ τους
και σαν τα γίδια τρέχουνε ,σαν πρόβατα σκορπάνε.

Αυτού που πάς μαύρο πουλί , μαύρο μου χελιδόνι
χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι' αυτόν τον Κατσαντώνη,
πες του να κάτσει φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα ,
βγήκε ένας δερβέναγας αυτός ο Βέληγκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα ,κεφάλια αντρειωμένα.
Ο Κατσαντώνης τ' άκουσε και ξύνει το σπαθί του,
και πίρε δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια.

Το παρακάτω τραγούδι αναφέρεται στην σύλληψη της οικογενείας του Κατσαντώνη από τον Βεληγκέκα , για να τον αναγκάσει να παραδοθεί.

Αντώνης εκαθώτανε σε μια ψηλή ραχούλα
και το μουστάκι έτριβε ,τα γένια του ξεγγλίζει.
Τα παλικάρια του ρωτούν τα παλικάρια λένε :
-Αντώνη μου τι σκέφτεσαι , τι είσαι συλλογισμένος ;
-Παιδιά μου ,μην με βιάζεται να σας το μολογήσω.
Εψές μούρθαν τα γράμματα από τον γερο-Δήμο.
Απέξω λέει το ξώγραμμα και μέσα λέει το γράμμα.
Μου πήραν την γυναίκα μου , το μοναχό παιδί μου.
Χίλιοι τους παν από μπροστά και πεντακόσιοι πίσω,
Κι ο Βελιγγέκας το σκυλί το άπιστο ζαγάρι.
Παιδιά μου χαζίρι γίνεται ,πάρτε τα ντουφέκια,
μες του Αϊ Γιάννη θα πάγουμε , θα κάνουμε καρτέρι
κι αν τύχει δεν προφτάσουμε , στα Γιάννενα θα μπούμε.

Ο Βεληγκέκας έψαχνε τον Κατσαντώνη σε όλη την Ακαρνανία με μεγάλο σώμα πολιτοφυλάκων
Όταν ο Κατσαντώνης έμαθε ότι τον καταζητεί ο Βελιγκέκας του έγραψε ότι τον περιμένει στο προσηλιακό όπως μας λέει το παρακάτω τραγούδι.

Βγήκαν Αντώνης στ' Άγραφα με τον Καραγιαννάκη
Πήγαινε δίπλα στα βουνά δίπλα στα βιλαέρτια.
Γράφουν και στέλνουν μια γραφή σ'  αυτόν τον Βεληγκέκα.
Σε σε Βελή ντερβέναγα , ρεντζάλι του Βεζίρη,
έλα να πολεμήσουμε ψηλά στο Προσηλιάκο.
Να ιδής κλέφτικα σπαθιά , τα κλέφτικα ντουφέκια.
Κι ο Βελιγκέκας τ' κουσε , βαρύ του κακοφάνη ,
και το ασκέρι έμασε και πάνω του πηγαίνει.

Τι ειν' το κακό που γίνεται φέτος το καλοκαίρι ,
που βγήκε ο Αντώνης στ' Άγραφα με τον Καραϊσκάκη.
Πιάνουν γράφουν γράμματα σ' αυτόν τον Βεληγκέκα.
Και ο Βελής σαν τ' άκουσε πολύ του κακοφάνει.
Γραμματικέ μου φώναξε , μάσε τα παλικάρια,
ο Κατσαντώνης καρτερεί μεσ' του πουλιού την βρύση.

Ο Κατσαντώνης και ο Βεληγκέκας συναντήθηκαν στην Φιδόσκαλα του Προσηλιάκου, ανάμεσα στα χωριά Μύρεσι και τα Άγραφα . Για την νικηφόρα μάχη του Κατσαντώνη και τον θάνατο του Βεληγκέκα μας λέει το παρακάτω τραγούδι.

Στις δεκαπέντε του Μαΐου στις είκοσι του μήνα ,
ο Βελιγκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνη .
Επάνησε κ' εκόνεξε σ' ενός παπά το σπίτι.
((Παπα ψωμί ! Παπά κρασί! Να ποιούν τα παλικάρια))
Κι εκεί που έτρωγε και έπινε , κι εκί που ομιλούσε,
Μαύρα μαντάτα τούρθανε από τον Κατσαντώνη .
Στα γόνατα γονάτισε , Γραμματικέ φωνάζει,
τα παλικάρια σύναξε κ' όλο τον νταϊφά μου.
Εγώ πηγαίνω μπρος στη κρύα την βρυσούλα.
Στην στράτα που επήγεναι στην στράτα που πηγαίνει.
Οι κλέφτες τον καρτέρεψαν και τον γλυκοροτούσαν;
Που πάς Βελή Μπολούκμπαση , ρετσάλη του βεζίρη;
Σε σένα Αντώνη κερατά σε σένα Κατσαντώνη!
Ο Κατσαντώνης φώναξε από το μετερίζι.
Δεν είναι εδώ τα Γιάννινα δεν είναι δω ραϊάδες,
εδώ είναι αντρείος πόλεμος , και κλέφτικα ντουφέκια.
Τρία ντουφέκια τούδωσαν τα τρία αράδα αράδα
τ' να τον πήρε ξώδερμα , και τα ΄άλλο στο κεφάλι,
το τρίτο το φαρμακερό , τον πήρε στην καρδιά,
το στόμα αίμα γέμισε , τα χείλη του φαρμάκι.

Ο FAURIER έλεγε πως ο θάνατος του Βεληγκέκα ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Κατσαντώνη.
Η παράδοση όμως λέει ότι οι δύο άντρες ήταν αδερφοποιτοί και όταν σκοτώθηκε ο Βεληγκέκας ο Κατσαντώνης φώναξε τους κλέφτες και τους αρβανίτες να σταματήσουν την μάχη, για να θάψουν τον νεκρό. Έτσι σαράντα κλέφτες από την μία πλευρά και σαράντα αρβανίτες από την άλλη έθαψαν τον Βεληγκέκα στο διάσελο του Προσηλιακού ρίχνοντας τουφεκιές στον αέρα.

Το 1905 -6 στην μάχη που έγινε στην θέση ((Ληστής )) του Βάλτου με τον Μπεκίρ Τσογαδόρο τραυματίζεται στο πόδι και πηγαίνει στη Λευκάδα να αποθεραπευτεί.
Εκεί γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια και άλλους οπλαρχηγούς που του πρότειναν να ενταχτεί στον Ρώσικο στρατό.
Η απάντηση του Κατσαντώνη ήταν η εξής: ((Με χρειάζονται περισσότερο οι κλέφτες μου στα βουνά , παρά ο Ρωσικός στρατός)) και γυρίζει στα λημέρια του.
Το 1807 γίνεται γενική σύναξη όλων των καπεταναίων στην Λευκάδα με παρουσία του Καποδίστρια και του στρατηγού του ρώσικού στρατού Εμμανουήλ Παπαδόπουλου και Δεσπότη Ναυπακτίας Ιγναντίου, όπου ο Κατσαντώνης ανάμεσα σε όλα τα μεγάλα ονόματα των κλεφταρματολών (Κολοκοτρώνης , Καραϊσκάκης ,Νικηταράς, Τζαβέλας , ) ανακηρύχτηκε παμψηφεί αρχηγός όλων των κλεφτών.
Το παρακάτω τραγούδι αναφέρεται στην νικηφόρα μάχη που έδωσε ο Κατσαντώνης με τον Γιουσούφ Πασά στο Ξηρόμερο.

Τι έχουν οι Κάμποι κι βροντούν και τα βουνά να τρίζουν
Ο Σουφαράπης πολεμάει με δυό και τρεις χιλιάδες
Μια βλαχοπούλα φώναξε απ' την ψηλή ραχούλα
Πάψε αράπ' τον πόλεμο πάψε και το ντουφέκι
Να κατακάτσ' ο κουρνιαχτός να σηκωθεί αντάρα
Να συνταχτεί τ' ασκέρι μας να δούμε πόσοι λείπουν.
Μετριούνται οι τούρκοι τρεις βολές και λείπουν τρεις χιλιάδες
Μετριούνται τα ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες.

Κάποια στιγμή ο Αλί πασσάς για να εκδικηθεί τον Κατσαντώνη συλλαμβάνει τους γονείς του και τους βασανίζει μέχρι θανάτου. Παράλληλα στέλνει σώματα Αλβανών προς καταδίωξη του Κατσαντώνη. Τα σώματα των Αλβανών και ο Κατσαντώνης συναντήθηκαν στην Τριφύλα της Ευρυτανίας την άνοιξη του 1805 εκεί που ήταν το λημέρι του Κατσαντώνη. Σε αυτό το μέρος ξεκαλοκαίριαζε ο τσέλιγκας Γαλανός ,που ήταν καταδότης του κοτζαμπάση της Ρεντίνας Τσολάκογλου, από φόβο όμως ήταν αναγκασμένος να τροφοδοτεί και το Κατσαντοναίηκο ασκέρι. Κάποια στιγμή ειδοποίησε κρυφά τον δερβέναγα της περιοχής Ιλιάσμεη ότι ο Κατσαντώνης βρίσκεται στην περιοχή. Ο Κατσαντώνης όμως πληροφορήθηκε για την προδοσία του Γαλανού και τους περίμενε .Όταν Ιλιάσμεης έφτασε επικεφαλής τετρακοσίων Αλβανών στο σημείο που τους είχε στήσει καρτέρι ο Κατσαντώνης πάθανε πραγματική πανωλεθρία . Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο ίδιος ο Ιλιάσμεης που έπεσε από το χέρι του Κατσαντώνη.
Η λαϊκή μούσα για την παραπάνω μάχη μας μεταφέρει το παρακάτω τραγούδι.

Τ' είναι το κακό που γίνεται φέτος το καλοκαίρι,
Που βγήκε ο Αντώνης τ' Άγραφα με τον Καραγιανάκη
Και πήρε ντέβλι τα χωριά, ντέβλι τα βιλαέρτια
Πήγαν και λημέριασαν στου Γαλανού την στάνη .
Γυρεύει το χαράτσωμα χίλια τρακόσα γρόσια.
Γυρεύει το κορίτσι του κ' άλλες πέντε νιφάδες.
Γυρεύει και την τσούπρα του να την φιλήσ' ο Αντώνης .
-Ας είναι  ας είναι Αντώνη μου εγώ θα σου τις φέρω.
Κι ο Γαλανός ξεκίνησε να πάει στη Ρεντίνα .
-Πολλά τα έτη Λιάζαγα.
-Καλώς τον τον σκουτέρη.
-Σαν τι χαμπάρια Γαλανέ μας φέρνεις απ' την στάνη ;
-Τι να σου πω Ελιάζαγα τι να σου μολογήσω.
Ο Κατσαντώνης στο μαντρί με τον Καραγιαννάκη.
Γυρεύουν το χαράτσωμα χίλια τρακόσα γρόσια
γυρεύουν το κορίτσι μου, κ' άλλες πέντε νιφάδες.
Ας ειν' ας είναι Γαλανέ κι εγώ θα τους βαρέσω.
Ο Λιάζαγας ξεκίνησε και στη Τριφύλλα πάει.
Κι ο Κατσαντώνης χούγιαξε από το μετερίζι.
-Που πάς Λιαζοντερβέναγα που πάς παλιό μουρτάρι;
εδώ έχω τα κλεφτόπουλα εδώ έχω χασάπες.
Τρία ντουφέκια τούριξαν , τα τρία αράδα αράδα.
Τόνα τον παίρνει στο πλευρό και τ' άλο στο κεφάλι.
Το τρίτο το φαρμακερό ανάμεσα στα μάτια.
Τους Τούρκους παίρνουνε μπροστά και στο Κλειστό τους κλειούνε.

Μια άλλη παραλλαγή του τραγουδιού είναι η εξής.

Οι μαύροι τι θα γίνουμε φέτος το καλοκαίρι
που βγήκε ο Αντώνης στα βουνά με τον Καραγιαννάκη
και πιάσαν και λημέριασαν στου Γαλανού την στάνη .
Πιάνουν δένουν τους μπιστικούς και τους τσοπαναραίους.
κι χάλεψαν για ξαγουρά χιλιαδιακόσια γρόσια
Κι ου Γαλανός σαν τόμαθε στον πασά παένει
-Καλημέρα σου Αλή πασσά καλώς τον τσέλιγκα μου.
-Τι χαμπάρια Γαλανέ , πώς ειν' τα πρόβατα μας;
-Μαύρα χαμπάρια Μπέη μου από τα πρόβατα μας
Βγήκε ο Αντώνης στα βουνά με τον Καραγιαννάκη
κι μας χαλεύουν ξαγουρά χιλιαδιακόσια γρόσια.
-Παιδιά ποιος ξέρει γράμματα ποιος ξέρει ,ποιος ξέρει καλαμάρι;
-Ξέρει το τσελιγκόπουλο γράμματα ,καλαμάρι.
-Πες μας τσελιγκόπουλο, πες μας τα πρόβατά μας.
-Πέντε χιλιάδες πρόβατα κι τέσσαρες τα γίδια
κι αυτά τα βοϊδογέλαδα σωστά είναι πεντακόσια.

Μαύροι τι θα γένουμε ,τούτο το καλοκαίρι,
βγήκαν ο Αντώνης στα βουνά με τον Καραγιαννάκη
και πήραν ντέβρι τα βουνά ντέβρι τις βλαχοστάνες
κι αλούθε παίρνουν πρόβατα κι αλούθε παίρνουν λύτρα
Μας πήρανε τον τσέλιγκα με το παιδί του αντάμα
κι μας χαλεύουν ξαγουρά πέντι χιλιάδις γρόσια.

Όπως αναφέραμε παραπάνω ο Αλή πασσας συνέλαβε βασάνισε και σκότωσε τους γονείς του Κατσαντώνη για να τον αναγκάσει να παραδοθεί. Όταν ο Κατσαντώνης έμαθε για τον θάνατο των γονιών του τότε ο πόλεμος πήρε άλλη μορφή έγινε σκληρός ,ανελέητος ,πολύ βίαιος και πολύ εκδικητικός. Ο Δ. Σταμέλος γράφει σχετικά: ο κλέφτης αναζητούσε την μάχη με λύσσα …..και φανταζότανε να τον ακολουθεί η σκιά της μάνας του φωνάζοντας εκδίκηση.
Γιαυτό η λαϊκή μούσα έπλασε το παρακάτω τραγούδι:

Έβγα μανούλα να με ιδείς , έβγα να μ' αγναντέψεις,
το πώς τρομάζου την τουρκιά κι τους Ντερβεναγάδες
τ' έχω συντρόφους διαλεχτούς ,ν-ούλους Σαρακατσαναίους,
στα δόντια παίρνουν το σπαθί στα χέρια το ντουφέκι
κι πέφτουν πάνου στο ουχτρό σαν τ' αστροπελέκι

Κάποια στιγμή ο Κατσαντώνης αρρώστησε από ευλογιά και αποφάσισε να αποσυρθεί στα Αγραφιώτηκα βουνά πιστεύοντας ότι ο αέρας των Αγράφων θα έκανε καλό στη υγεία του.
Ανέθεσε την αρχηγεία των κλεφτών στον αδερφό του Κώστα Λεπενιώτη, και αυτός με τον άλλον αδερφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε παλικάρια του αποσύρονται στην αρχή στον μοναστήρι του Άγιου Ιωάννη και αργότερα σε μία σπηλιά στην πλαγιά του βουνού Φούρκα.
Αυτή η σπηλιά έμελλε να είναι η τελευταία κατοικία του Κατσαντώνη, ο αδερφός του Γιώργος και τα πέντε παλικάρια του έμελλε να είναι οι τελευταίοι σύντροφοι του μεγαλύτερου κλέφτη.
Κάποιο πρωινό ο αδερφός του ξύπνησε και του λέει:

Απόψε είδα στον ύπνο μου είδα και στο Όνειρο μου.
Θολό ποτάμι πέρναγα, θολό κατεβασμένο,
ούτε και πέρα πέρασα ,ούτε και δώθε βγήκα ,
μου πέφτει το φεσάκι μου και η φούντα του σπαθιού μου.
Βλέπω τους κάμπους κόκκινους και τα βουνά γαλάζια,
βλέπω δύο ελάφια ποβοσκαν σε μια παλιοκαψάλα.
-Ξήγατο Αντώνη μ'  ξήγα το Όνειρο μου.
Γιώργου ,το κόκκινο ,είναι αίματα και τα γαλάζια βόλια.
Τα δύο αδέρφια είμαστε μείς παλιοκαψάλα οι τούρκοι.

Γύρω στην μία ώρα μακριά από την σπηλιά υπήρχε μία βρύση.
Εκεί πήγαινε κάθε πρωί ο Γιώργος Χασιώτης να φέρει νερό για τον άρρωστο αδερφό του, τα υπόλοιπα παλικάρια φύλαγαν καραούλι πίσω στην σπηλιά.
Όμως το κρησφύγετο του Κατσαντώνη προδόθηκε στον Αγο Βασιάρη, έτσι ένα πρωί που ο Γιώργος Χασιώτης πήγε να πάρει νερό βρήκε ((ταμπούρια τούρκικα την βρύση χαλασμένη)) όπως μολογάει το παρακάτω τραγούδι.
Σηκώθ' κει ο Γιώργος την αυγή νερό να πάει να φέρει,
βρίσκει ταμπούρια τούρκικα και τούρκους να φιλάνε.
Και πίσω ο Γιώργος γύρισε και στον Αντώνη πάει.
-Σηκου Αντώνη μ' να φύγουμε , πάμε κάτου στον Βάλτο.
Μας πρόδωσαν οι φίλοι μας, οι αδερφοποιτοί μας
Πολλοί μαύροι μας πλάκωσαν ,μαύροι σαν καλιακούδια.
Μην είναι ο Τσόγκας πόυρχεται μην είναι ο Λεπενιώτης
ούτ' είναι ο Τσόγκας πώρχεται , ούτε είναι ο Λεπενιώτες
μον' ο Μουχουρντάραγας με τους τσοχανταραίους,
φέρνει σαΐνια του πασά ,ασκέρι του βεζίρη.
Και η συντροφιά τον άφησε ,οι φίλοι κι οι δικοί του .
Γιώργος Χασιώτης στάθηκε ο μαύρος αδερφός του
Αντώνη μου μη σκιάζεσαι , στο νου σου μην το βάνεις
Αντάμα θα πεθάνουμε , κι αντάμα θα χαθούμε .
-Τράβα Χασιώτη μ' τράβηξε να μην χαθείς μ'  εμένα ,
γιατί είναι οι τούρκοι ποιο πολλοί κι σεί σε μοναχό σου,
για να γλιτώσεις αδερφέ μου το αίμα μου να σύρεις.
Ο Αγος Βασιάρης πολιορκεί την σπηλιά με 700 τουρκαλβανούς και ζητάει από τον Κατσαντώνη να παραδοθεί. Ο Κατσαντώνεις καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους τουρκαλαβανούς και αποφασίζουν να διαφύγουν .
Ο Χασιώτης παίρνει στους ώμους του τον άρρωστο αδερφό του και προσπαθεί να διαφύγει, τα υπόλοιπα παλικάρια προσπαθούν να καλύψουν την αποχώρησή τους ,πολεμώντας σαν λιοντάρια με την ελπίδα ότι θα τους ακούσει το υπόλοιπο Κατσαντοναίηκο ασκέρι, θα έρθουν για βοήθεια όπως λέει το παρακάτω τραγούδι.
Πολλά ντουφέκια πέφτουνε μες΄το Μοναστηράκι.
Μήνα στο γάμο πέφτουνε ,μήνα στο πανηγύρι;
Ούτε στον γάμο πέφτουνε ούτε στο πανηγύρι.
Κατσαντωναίοι πολεμούν με τους Μουχουρνταραίους .
-Πολέμα Γιώργο δυνατά πολέμα αντρειωμένα,
μήπως ακούσουν τα παιδιά μήπως ακούσει ο Κώστας
να πάνε να τον πιάσουνε στην ράχη στην Κατάρα.

Για βοήθεια του Κατσαντώνη και των συντρόφων του έσπευσε μία ομάδα κλεφτών ,που σύμφωνα με την παράδοση άνηκε στο σώμα του Καραϊσκάκη, αλλά δεν πρόλαβε να προλάβει τους τουρκαλβανούς που κατευθύνονταν προς τα Γιάννενα . 
Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στο Καρπενήσι
μοιρολογούσαν κι έλεγαν μοιρολογούν και λένε.
-Πως σούρθε πώς σου γίνηκε τούτο το καλοκαίρι ,
να σέχουν πιάσει ζωντανό στο μαύρο το λημέρι,
να σέχει πιάσει η αρβανιτιά κι αυτός ο Μουχουρντάρης


Για το ποιος πρόδωσε τον Κατσαντώνη έχουν ειπωθεί πολλά. Ο Yemeniz ο οποίος συνάντησε το 1852 στ' Άγραφα το πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη ,τον Καραγιαννάκη ,από τον οποίον πήρε πολλές πληροφορίες για τον αρχηγό όλων των κλεφτών ,λέει ότι το κρησφύγετο του Κατσαντώνη το πρόδωσε μια γυναίκα Καρπενησιώτισσα που του πήγαινε τρόφιμα και βότανα.
Ο Επ. Φραγκίστας αναφέρει κάποιον βλαχοποιμένα ,τον Ιωάννη Γκούρλια ,ο δε Κασομούλης αναφέρει κάποιον Αθ. Γκούρλια ενώ η λαϊκή μούσα αναφέρει τα εξής.
Για σήκω Κατσαντώνη μου ,για σήκω καπετάνιε ,
Μας πρόδωσαν ,μας πλάκωσαν οι σκυλοαρβανίτες.
Μας πρόδωσε , μας έδωσε σ' αυτούς ο παλιο-Γκούρλιας.

Ο Κ. Ράμφος όμως λέει ότι τον Κατσαντώνη τον πρόδωσε κάποιος καλόγερος που ονομάζονταν Καρδερίνης.
Αυτή την άποψη σεβάστηκε ο Αριστοτ. Βαλαωρίτης στο ποίημα του.
Ένας παπάς τον πρόδωσε μαχαίρι να του γένη,
Η κοινωνία που τώβαψε τ' αφορισμένο στόμα
Θηλιά κ' αστρίτης στον λαιμό το άγιο του πετραχήλι
να μην βρεθεί πνευματικός να τον εξομολογήσει
κι αγαπημένα δάχτυλα τα μάτια του να κλείσουν.

Σχετικά με τον γάμο του Κατσαντώνη λέγεται ότι ήταν παντρεμένος με την κόρη ενός καπετάνιου από τα Τζουμέρκα την Αγγελικώ και ότι είχε ένα γιο τον Αλέξανδρο ,που τον είχε βάπτιση ο Δίπλας. Αντίθετα ο Κασομούλης γράφει ότι ο Κατσαντώνης ήταν άκληρος.
Την αλήθεια μας την αποκαλύπτει η λαϊκή μούσα. Όταν ο Κατσαντώνης μαζί με τον αδερφό του οδηγιόντουσαν αλυσίδοδεμένοι στα Γιάννενα άρρωστος όπως ήταν κάποια στιγμή κουράστηκε και ζητείσαι από τους τούρκους να σταματήσουν για λίγο να ξεκουραστεί.

Ο Κατσαντώνης φώναξε ,ο Κατσαντώνης λέει:
-Τούρκοι βαστάτε τ' άλογο λίγο να ξανασάνω ,
να χαιρετήσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες
ν' αφήσω διάτα στα παιδιά , στον Κώστα Λεπενιώτη,
σαν δείτε την γυναίκα μου ,το μοναχό παιδί μου
πέστε τους πως με πιάσανε με μπαμπεσιά με δόλο,
αρρωστημένο μ' ηυραν ,ξερμάτατο στο στρώμα
ωσάν μικρό στην κούνια μου στα σπάργανα δεμένο.

Και η λαϊκή μούσα συνεχίζει:
Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στο Καρπενήσι,
μοιρολογούσαν κ'  έλεγαν μοιρολογούν και λένε:
Πώς σούρθε πώς σου γίνηκε τούτο το καλοκαίρι
να σέχουν πιάσει ζωντανό στο μαύρο το λημέρι,
να σέχει πιάσει η αρβανιτιά κ'  αυτός ο Μουχουρντάρης ;
Στα Γιάννενα σε πάγαιναν στην πόρτα του βεζίρη.
Βεζίρης τον αγνάντευε από το παραθύρι
Καλώς τον Μουχουρντάρ αγά ,καλώς τόνε ,παιδί μου.
Μουχουρντάρι ,τι μολόγημα Κάνα καλό χαμπέρι;
Τον Κίτσιο Αντώνη σού εφερα πισθάγκωνα δεμένο.

Και η λαϊκή μούσα συνεχίζει:
Τι γύρευες Αντώνη μου ψιλά στο Καρπενήσι
Δε σύλλεγε ο Μπότσαρης κ' ο Φώτος ο Τζαβέλας,
-Αντώνη κάτσε στη Φραγκιά να γίνεις καπετάνιος
Και συ τους αποκρινόσουνα και απολογιόσουνα:
-Εγώ δεν μένω στην Φραγκιά ,μες τα νησιά δεν μένω
Τι το μαθαίνει ο Αλή πασιάς με την αρβανιτιά του,
Και λέει:Ο Αντώνης φράγκεψε και γράφτηκε σολντάτος.

Μετά την σύλληψη του Κατσαντώνη και του αδερφού του Χασιώτη οδηγήθηκαν στα Γιάννενα στον Αλή πασσά . Αυτός προς το παρόν αποφάσισε να μη τον σκοτώσει ((γιατί είναι κρίμα να φονευτεί ένα τέτοιο παλικάρι)),αλλά είχε τον λόγο του .Ο Αλί πασσάς τους έκλεισε στην φυλακή και την παραμονή του Πάσχα του 1809 τους μετέφερε στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων κάτω από ένα πλάτανο ,όπου ήταν τόπος μαρτυρίου και εκτέλεσης πολλών αγωνιστών. Εκεί ένας γύφτος με ένα μεγάλο σφυρί και με ένα αμόνι τους έσπαγε ένα -ένα τα κόκαλα ,έπειτα από τα φριχτά μαρτύρια τα δύο αδέρφια κρεμάστηκαν από τον πλάτανο.
Ο Βαλαωρίτης γράφει ((Ο πλάτανος ητο εν Ιωαννίνοις ο τόπος της καταδίκης και των μαρτυρίων , ο αιμοσταγής Γολγοθάς ,επι του οποίου εβασανίσθησαν τοσούτοι και τοσούτοι ήρωες))
Ο Fauriel συνεχίζει ((η απόφασης εξετελέσθη εις τα Ιωάννινα ,εις την πλατείαν ενώπιον ενός πλήθους Τούρκων ,οι οποίοι προσπαθούσαν με ύβρεις ,με κατάρες και με προσβολές να επαυξήσουν τα βάσανα των δύο θυμάτων)).

Ο Βαλαωρίτης μας αφηγείται με τον δικό του τρόπο τον θάνατο του Κατσαντώνη και του Χασιώτη.

Εσείς όπου τον είδατε ψηλά στα κορφοβούνια ,
σταυραετοί και πέρδικες ,ξεφτέρια, χελιδόνια,
ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.
τον Κατσαντώνη πιάσανε ,κλάψτε πουλιά μου ,κλάψτε.
Δυό γύφτοι τον εστρώσανε δεμένο στο αμόνι
κι αρχίσανε με το σφυρί να τον πελεκάνε,
Σκλήθρες πετάν τα κοκάλα ,σκορπάνε τα μεδούλια
και κειός τηράει τα τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει ,
Χτυπάτε με, πελεκάτε με ,
σκυλιά του Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει ο Αλήπασας
φωτιά ,σφυρί και αμόνι.

Η Λαϊκή μούσα συνεχίζει με το παρακάτω άσμα.

Τι έχουν της Γκούρας τα βουνά και στέκουν μαραμένα .
Πόχουν μεγάλη κορυφή στα σύννεφα κρυμμένη .
Μην τάχα μπόρες και βροχές ,σεισμοί κι αστροπελέκια.
Τα παραδέρνουν άσκοπα και τα βροντοχτυπάνε !
Αρματολός ξακουστός λιοντάρι των Αγράφων
στόνομα του έτρεμι η γης όπου πατούσε ,
όταν περνούσε τα βουνά ,γερνούν τον χαιρετούνε!
Σκούζουν αετοί στα σύννεφα ,στα έλατα τα αηδόνια.
δέντρα ,βουνά και σύννεφα ,λουλούδια και γεράνια ,
τρέμουν ,σπαράζουν στ' όνομα του κλέφτη Κατσαντώνη.

Του Γρηγόρη Λιακατά

Ο Γρηγόρης Λιακατάς ήταν ο μεγάλος γιος του Θύμιου Λιακατά τα άλλα αδέρφια του ήταν , ο Μήτρος , ο Σωτήρης ,ο Κώστας , και η πολυτραγουδισμένη για την ομορφιά της Δέσπω που με την βία την πήρε ο Αλή πασας στο χαρέμι του.
Γεννήθηκε γύρω το 1799 ,κατά άλλους στον Ασπροπόταμο κατά άλλους στο Ξηρόμερο. Ο Θύμιος Λιακατάς ξεκαλοκαίριαζε στα βουνά των Τζουμέρκων και ξεκαλοκαίριαζε στο Καρβασαρά. Γύρω στο 1820 ο Αλή πασάς αρπάζει την κόρη του , την πανέμορφη Δέσπω και για να εξευμενίσει την οικογένεια του διορίζει τον Γρηγόρη Λιακατά αρματολό στο Κλείνοβο του Ασπροποτάμου, που ανήκε στο αρματολίκι του Ν. Στουρνάρη.
Ο Ν. Κασομούλης γράφει τι του είχε αφηγηθεί ο Ν. Στουρνάρης: ο Αλή πασάς με ανάγκασε να δεχτώ για καπετάνιο στο Κλινοβό τον Γρηγόρη Λιακατά ,ο οποίος ήταν γαμπρός του. Έπειτα από ένα χρόνο Ο Αλής με ανάγκασε να δώσω την κόρη μου Βαγγελή για γυναίκα του. Αν και ο Γρηγόρης ήταν πολύ νέος δεν είχα αντίρρηση να του δώσω την κόρη μου ,διότι τον θεωρούσα τίμιο άνθρωπο και διότι πήρε τον τίτλο του από την στάνη του σκοτώνοντας έναν μεγάλο κλέφτη και όχι από την αυλή του Αλή πασά.
Η επανάσταση στην επαρχεία Ασπροποτάμου ξεκίνησε στις Ιουλίου του 1821 από τους οπλαρχηγούς , Γρηγόρης Λιακατάς Ν. Στουρνάρη ,και τον Γιωργάκη Βελή από τα Άγραφα.
Έπειτα από την μάχη του Κόρμπου που έγινε στις 5 Αυγούστου του 1823 ο Γ. Λιακατάς άφησε τον Ασπροπόταμο αφήνοντας αντικαταστάτη του τον αδερφό του Μήτρο Λιακάτα και κατέβηκε στο Μεσολόγγι για να μπορέσει να προσφέρει περισσότερες υπηρεσίες στη πατρίδα, από την μία πλευρά αλλά για να βρίσκεται κοντά στην οικογένεια του από την άλλη η οποία βρισκόταν στην Κεφαλονιά από τον περασμένο Μάρτιο.
Το 1824 μαζί με τον πεθερό του ξανανέβηκαν στον Ασπροποταμο για να ξαναφύγουν την άνοιξη του ίδιου χρόνου και να μην επιστρέψουν ποτέ, διότι και οι δύο αργότερα θα πέσουν μαχόμενοι για τις ανάγκες του έθνους.
Στην πολιορκία του Μεσολογγίου και σε μία από τις επιθέσεις του Κιουταχή ο Γρηγόρης Λιακατάς έχασε το δεξί του μάτι από έκρηξη βόμβας όπως μας λέει το παρακάτω τραγούδι.

Με γέλασε ο Αυγερινός ,με γέλασε η πούλια
και βγήκα απάνου στο βουνό προτού να καλοφέξει,
εκεί σε πέτρα ακούμπησα να πάρω ολίγον ύπνο
κι εκεί άκουσα τρεις πέρδικες ,όπου κελαηδούσαν
κι καταριόταν τα βουνά μ' ανθρώπινη λαλίτσα.
Εσείς βουνά του κερατά ,βουνά του Ασπροποτάμου,
τους κλέφτες τι τους κάματε, τον καπετάν Γρηγόρη;
-Αυτός πήγε και κλείσθηκε στο δόλιο Μεσολόγγι,
μας είπαν πώς λαβώθηκε στο δεξί το μάτι,
και λέν πώς δεν θα ξαναρθεί ,πως δεν θα τον ξαναδούμε
Για κλάψτε δέντρα και κλαδιά και κοντοραχούλες
και σεις βουνά κλεφτόβουνα , με τις κρυοβρυσούλες
την χάσατε την κλεφτουριά τον καπετάν Γρηγόρη.

Ο Γ. Λιακατάς ήταν φημισμένος για την ομορφιά του ( ο Κοσομούλης έλεγε πως δεν υπήρχε ομορφότερος άντρας) και όταν έδενε το μαντίλι για να κάλυψη το μάτι του μονολογούσε με παράπονο:
-Τώρα αφού έχασα το μάτι μου τι την θέλω την ζωή;

Εψές κατά το δειλινό εψές κατά το βράδυ ,
τρεις λυγερές το λέγανε και πικροτραγουδούσαν .
Η μια ήταν η Στουρνάραινα , του Μάρκου Μπότσαρη η άλλη .
Κι η τρίτη η μικρότερη ήταν του καπετάν Γρηγόρη.
εκεί που μοιρολογάει και ομορφοτραγουδούσε,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε εκεί στα γόνατά της .
Πες μας , πες μας ,πουλάκι μου κάνα καλό χαμπέρι.
- Τι να σου πω κυρούλα μου τι να σου μολογήσω ;
Εψές προψές που διάβαινα το έρμο Μεσολόγγι ,
άκουσα πώς βαρέθηκε ο καπετάν Γρηγόρης.
Τον κλαιν τα δέντρα ,τα κλαριά τον κλαιν οι κρύες βρύσες,
τον κλαίνε και στα Κούτσανα οι καπετανοπούλες.

Η προσωρινή κυβέρνηση έδωσε προαγωγή στον Γ. Λιακατά και από Χιλιάρχο τον έκανε στρατηγό . Ένα χρόνο αργότερα ο Γρηγόρης Λιακάτας σκοτώθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1826 υπερασπιζόμενος το νησί Ντολμάς . Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι στην παραπάνω μάχη ο Γ. Λιακατάς ήταν επικεφαλής 300 αντρών οι οποίοι ήταν όλοι συγγενείς του και ολοι σαρακατσαναίοι.
((Σ' αυτή τη μάχη ξεκληρίστηκε όλο το Λιακατέικο σόι 39 τον αριθμό , καθώς και πολλοί Ασπροποταμίτες και οι καλύτεροι από τους Αιτωλικιώτες)) . Όπως γράφει ο Κ. Μακρυκώστας.
Η λαϊκή μούσα μας λέει για τον ένδοξο θάνατο του Γ. Λιακατά.

Τρεις σταυραετοί ροβόλαγαν απ' τ' Αγραφα σταλμένοι ,
Ο ένας πάει στ' Αντελικό στο Βασιλάδι ο άλλος
Και ο τρίτος ο καλύτερος στο Μεσολόγγι μπήκε.
Ντάπια σε ντάπια περπατεί, ταμπούρι σε ταμπούρι.
Ρωτάει την ντάπια του Μακρή ,στη ντάπια του Δεσπότη
Γεια σας χαρά σας βρε παιδιά . Καλώς το παλικάρι.
-μην είδατε τον Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη;
-Αϊτέ μου αυτός δεν είναι εδώ , και δω μην τον γυρεύεις,
μον'  πέτα στ' Αντελικό και πέρασε τον πόρο.
Εκεί θα βρεις πολλά κορμιά ,σφαγμένα σκοτωμένα.
Κι ποιο είν' το πιο λεβέντικο το ξανθομουστακάτο,
εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Γρηγόρη.

Ρωτά την τάπια του Μακρή την τάπια του Δεσπότη,
-Μην είδατε τον Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη;
Σύρε πουλάκι μ' στ' Αντολικό και κοίταξε τριγύρω,
Κι αγνάντεψε προς τον Ντουλμά κι αντίκρυ από τον πόρο.
Εκεί θα δεις άσπρα κορμιά και κόκαλα στη άμμο,
κι αν μπορείς διάλεξε τον καπετάν Γρηγόρη.

Ψηλά απ' τον Ασπροπόταμο πετάει στο Μεσολόγγι,
Χρυσός αϊτός τριγύριζεν έξω από το Μεσολόγγι,
γεράκι με δυό γράμματα από τους Λιακαταίους.
Γυρίζ' εδώ γυρίζ' εκεί γυρίζ' όλη την χώρα.
Μην είδατε τον Λιακατά, τον καπετάν Γρηγόρη;
Πουλίμ' αυτός δεν είναι εδώ ,κι εδώ μην τον γυρεύεις
πέτα προς το Ανατολικό ,και πέρασε τον πόρο,
και εκεί θα βρεις κορμιά σφαγμένα ,σκοτωμένα,
κ' όποιο δεις λεβέντικο και ξανθομουστακάτο ,
εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Γρηγόρη.

Ένας αετός τριγύριζε μέσα στο Μεσολόγγι
κοιτάει τα ντάπια του Μακρή τα ντάπια του Δεσπότη
κι αγνάντεψε την Κλείσοβα κατά το Μακρυνόρος
Ψάχνει να βρει τον Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη
που κράτησε την Κλείσοβα με ογδόντα παλικάρια.

Εσείς βουνά του Κιαρατά ,βουνά τ' Ασπροποτάμου
τους κλέφτες τι τους κάνατε , τον Καπετάν Γρηγόρη;
-Αυτός πήγε και κλείσθηκε μέσα στο Μεσολόγγι,
μας είπαν πως λαβώθηκε μεσ' το δεξί το μάτι
κι λεν πως δεν θα ξαναρθεί ,δεν θα τον ξαναδούμε.
Για κλάψτε δέντρα και κλαδιά κι εσείς κρυοβρυσούλες,
τι χάσανε την κλεφτουριά, τον καπετάν Γληγόρη.


Του Κώστα Λεπενιώτη

Ο Κώστας Λεπενιώτης ήταν αδερφός του Κατσαντώνη και πήρε το όνομα του διότι γεννήθηκε στην Λεπενού γύρω στο 1780.
Και τα τέσσερα (Κατσαντώνης , Λεπενιώτης , Χασιώτης , και Χρήστος Κούτσικος)αδέρφια μαζί βγήκαν στο κλαρί και μαθήτευσαν τον ανταρτοπόλεμο κοντά στον αρχηγό των κλεφτών Β. Δίπλα .
Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη και του Χασιώτη όλοι οι κλέφτες κάνανε σύναξη και αποφάσισαν να μην σκορπίσουν αλλά να μείνουν ενωμένοι και να συνεχίσουν τον κλέφτικο βίο κάτω από τις διαταγές του Κώστα Λεπενιώτη.
Ο Κώστας Λεπενιώτης έδρασε κυρίως στην περιοχή των Άγράφων .
Ο Αλή πασσας πίστευε ότι με τον θάνατο του Κατσαντώνη θα ησύχαζε η κατάσταση στα Άγραφα, έξι μήνες αργότερα διαπίστωσε ότι η κατάσταση δεν έχει αλλάξει καθόλου.
Τον Μάη του 1807 ο Λεπενιώτης είχε το λημέρι του στην θέση Παπαδιά στα Άγραφα και πληροφορήθηκε ότι ο Σουλεϊμάν Τότης είχε κατασκηνώσει στα Δαμιανά. Του έστειλε μήνυμα και του λέει πώς ((αν είσαι παλικάρι έλα να με βρεις είμαι στην Παπαδιά)).
Ο Σουλεϊμάν Τότης μάζεψε όλο το ασκέρι του ,ταξίδεψε όλο το βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί έφτασε στην Παπαδιά όπου τον περίμενε ταμπουρωμένος ο Λεπενιώτης με τα παλικάρια του.
Στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν εξήντα τούρκοι και ανάμεσα τους ο Σουλεϊμάν Τότης.
Η Λαϊκή μούσα μας λέει:

Ο Λεπενιώτης κίνησε να πάει στο Καρπενήσι,
να πάει να κάνει την Λαμπρή και το χριστός Ανέστη.
Και οι γέροντες τον καρτερούν με τα κεριά ανάμενα.
-Πώς πάτε γέροντες με τους παλιοτουρκάδες;
-Καλά περνάμε Λέμπο μου με τους παλιοτουρκάδες
γυναίκες δεν ορίζουμε , παιδιά μας και κορίτσια.
Και του Τσαούση μίλησε ,του ψυχογιού του λέει:
-Μοιράστε γρήγορα μπαρούτι και φυσέκια,
τους Τούρκους για πετάξουμε έξω από το Καρπενήσι.

Ενύσταξα μωρέ παιδιά , και θέλω να πλαγιάσω
και σεις να ξαγρυπνήσετε ,να φιλάτε καραούλι,
να μην πέραση από δω ο Κώστας Λεπενιώτης
Πέρσι πήρε τον γιόκα μου , φέτος τον αδερφό μου.

Νάταν ο Μάης παχνιστής κι ο θεριστής χειμώνας
να κρουσταλλιάσει η θάλασσα ν' αράξουν τα καράβια,
να μην περάσει ο αρματολός ο Κώστας Λεπενιώτης.
Κι ο Κώστας πέρα πέρασε και πέρασε και πήγε.

Κάποια στιγμή ο Λεπενιώτη και τα παλικάρι του αποφάσισαν να περάσουν στη Λευκάδα για να ξεκουραστούνε.
ΤΟ 1821 Ο Αλη πασσας του στέλνει μήνυμα και του ζητάει να γυρίσει πίσω όχι σαν κλέφτης αλλά σαν αρματολός . Ο Λεπενιώτης δέχτηκε αλλά με τον όρο να μην παρουσιαστεί μπροστά του και προσκυνήσει. Ο Λεπενιώτης και τα παλικάρια του φεύγουν από την Λευκάδα και γυρίζουν στ'  Άγραφα όπου και διορίζεται αρματολός.
Ο Λεπενιώτης όμως ήταν άνθρωπος που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του και δεν έκανε τα χατίρια των αγάδων της περιοχής.
Έτσι οι αγάδες της περιοχής με τον κατσάμπαση Τσολάκογλου αποφάσισαν να βγάλουν από την μέση τον Λεπενιώτη.
Την Κυριακή του Πάσχα ο Λεπενιώτης βρισκόταν στο Φουρνά και το βράδυ όταν έβγαινε από την εκκλησία τον πυροβόλησαν από τον πύργο του προεστού Γιαννάκη Κωστάκη που ήταν απέναντι από την εκκλησία.
Τα παλικάρια του απέκρυψαν τον θάνατό του και είπαν ότι μεταφέρθηκε στο Ξυρόμερο για να θεραπευθεί, ενώ τον είχαν θάψει στην θέση Ξηροσακούλα.
Η λαϊκή μούσα έγραψε για τον Λεπενιώτη τα παρακάτω τραγούδια:

Εσείς πουλιά πετούμενα , άγρια κι ημερωμένα,
εσείς δουλειά δεν έχετε μες στα χωριά του Βάλτου,
πετάτε πάνω στ' Άγραφα και στα κεφαλοχώρια,
να βρείτε τους αρματολούς τον Κώστα Λεπενιώτη,
να τους πείτε μυστικά πως θα τον εσκοτώσουν .
Και τα πουλιά τον βρήκανε μεσ' του Φουρνά την μέση
που έβγαινε από την εκκλησιά με δώδεκα νομάτους .
ήταν η μέρα Πασχαλιά και το Χριστός Ανέστη
Και πριν του πουν το μυστικό πως θα τον εσκοτώσουν
ο Νικόθεος εφώναξε από το παραθύρι:
-((Βαράτε τους αρματολούς τον Κώστα Λεπενιώτη,
πούχουν χαλάσει τ' Άγραφα πούνε Κεφαλοχώρια)).
Κι ο Λεπενιώτης φώναξε κι αντιλογία του δίνει:
- Νίκο σαν είχες πόλεμο , γιατί δεν μου μηνούσες,
να μάσω τα παλικάρια μου που τάχω σκορπισμένα
και ν'άβλεπες τον πόλεμο του Κώστα Λεπενιώτη!
Τον λόγο δεν απόσωσε τον λόγο δεν αποείπε
δέκα τουφέκια πέφτουνε κ'  άλλα διακόσια αντάμα
του Νικοθέου η τουφεκιά χτυπάει τον Λεπενιώτη.
Οι σύντροφοι τον άρπαξαν ,τον πήγανε στον Βάλτο!
Σε δυό βδομάδες πέθανε , κι οι κλέφτες των Αγράφων
στο Βάλτο κατεβήκανε τρισάγιο να του κάνουν.

Αντάριασαν τα βουνά ,συννέφιασαν οι κάμποι ,
ο ήλιος βγήκε κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι ο καθαρός Αυγερινός να βασιλέψει πάει
κι οι κλέφτες τον καρτέρεσαν και τον συχνορωτάνε :
-((Πες μας καημένε Αυγερινέ ,κάνα καλό χαμπέρι!
-Τι να σας πω μωρέ παιδιά τι να σας μολογήσω;
τον Λεπενιώτη σκότωσαν μες του Φουρνά την μέση)).
ψιλή φωνίτσα έσυρε όσο κι αν ημπορούσε:
((Που να είσαι Τσογκα μου αδερφέ και πολυαγαπημένε,
πάρε μου το κεφάλι μου το χιλιοτιμημένο,
μη μου το πάρει η αρβανιτιά μ' αυτόν τον Νικοθέο))!


Αντάριασαν τα βουνά ,συννέφιασαν οι κάμποι ,
Βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο,
Κι οι κλέφτες το καρτέρησαν και το συχνοροτούσαν
-Πες μας πες μας αστέρι μας κάνα καλό μαντάτο
-Τι να σας πω μωρέ παιδιά τι να σας μολογήσω ;
Τον Λεπενιώτη βάρεσαν μες το δεξί το χέρι.
Δεν μπορεί να βγάλει το σπαθί να βγάλει το ντουφέκι.
Ψιλή φωνούλα έσυρε ,όσον καν εμπορούσε
-Το πούσε Τσόγκα μ' αδερφέ και συ Λάμπρο Σουλιώτη,
γυρίστε να με πάρετε ,πάρτε μου το κεφάλι,
να μην το πάρει η τουρκιά κ' αυτός ο Νικοθέος

Συχνολαλούνε τα πουλιά της άνοιξης τ' αιδόνια
συχνολαλεί μια πέρδικα συχνολαλεί και λέει
-Βγήκε ο Μουχτάρης παγανιά γ' αυτόν τον Λεπενιώτη!
Κι ου Λεπενιώτης άρρωστος στο χέρι λαβωμένος
τον κλαίει η νύχτα και η αυγή τον κλαίει το μεσημέρι
τον κλαιν τα παλικάρια του ούλα αράδα αράδα.


Ο Λεπενιώτης άρρωστος βαριά γεια να πεθάνει,
τον κλαίει η νύχτα και η αυγή ,το δόλιο μεσημέρι
τον κλαιν και τρεις αρχόντισσες από το Καρπενήσι.
Τον έκλαιγαν και τόλεγαν:
Κώστα την γνώμη άλλαξε και άλλη γνώμη βάλε ,
για τάξε Κώστα μ'  τίποτα σε κάνα μοναστήρι.


Έπεσε αντάρα στα βουνά ,συννέφιασαν οι κάμποι
βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κ'  ο λαμπερός αυγερινός πάει να βασιλέψει.
-Πες μας καημένε αυγερινέ κάνα καλό χαμπέρι;
Τι να σας πω μωρέ παιδιά τι να σας μολογήσω
τον Λεπενιώτη σκότωσαν τον πρώτο καπετάνιο.

Και φυσικά η λαϊκή μούσα δεν θα άφηνε την μητέρα του Λεπενιώτη ,που έδωσε τα τρία παιδιά της στην πατρίδα .

Συχνολαλούνε τα πουλιά της άνοιξης τ' αηδόνια
και ο Λεπενιώτης άρρωστος στο χέρι λαβωμένος.
Τον κλαίει η νύχτα και η αυγή ,τον κλαίει το μεσημέρι,
τον κλαιν και τρεις αρχόντισσες από το Μεσολόγγι,
τον έκλεγε και η μάνα του κι όλη η συντροφιά του.
-Κώστα τάξε τάματα σ' όλα τα μοναστήρια,
χίλια φλουριά μες στον Προυσό και χίλια στην Τατάρνα
-Αφέντη μ' Αι Δημήτρη μου , από την Βαριτάδα,
αν δεν σε φκιάσω ολόχρυσο ,αν δεν σε ζωγραφίσω!
Να γέρευε το χέρι μου και το δεξί μου πόδι.
Και αν δεν τον κάψω τον Φουρνά ,μια ώρα να μην ζήσω.

Του Γιώργου Χασιώτη

Ο Γιώργος Χασιώτης ήταν το τρίτο παιδί του τσέλιγκα Γιάννη Μακρυγιάννη.
Ο Γιώργος βγήκε στο βουνό μαζί με τα αδέλφια του Αντώνη Κατσαντώνη και Κώστα Λεπενιώτη.
Ο Γιώργος Χασιώτης πολέμησε με όλους τους Κατσαντωναίους σε όλες τις μάχες που δώσανε με τους τούρκους.
Κάποια στιγμή ο Αντώνης Κατσαντώνης αρρώστησε από ευλογιά και αποσύρθηκε σε μία σπηλιά για να αναρρώσει κοντά στο μοναστηράκι των Αγράφων , ο Γιώργος Χασιώτης μαζί με άλλους οκτώ αγωνιστές πήγαν μαζί του να τον φιλάνε .
Κάποιο πρωί που ξύπνησε ο Χασιώτης λέει στο αδερφό του:
Απόψε είδα στον ύπνο μου είδα και στο Όνειρο μου.
Θολό ποτάμι πέρναγα, θολό κατεβασμένο,
ούτε και πέρα πέρασα ,ούτε και δώθε βγήκα ,
μου πέφτει το φεσάκι μου και η φούντα του σπαθιού μου.
Βλέπω τους κάμπους κόκκινους και τα βουνά γαλάζια,
βλέπω δύο ελάφια πόβοσκαν σε μια παλιοκαψάλα.
-Ξήγατο Αντώνη μ' ξήγα το Όνειρο μου.
Γιώργου ,το κόκκινο ,είναι αίματα και τα γαλάζια βόλια.
Τα δύο αδέρφια είμαστε εμείς παλιοκαψάλα οι τούρκοι.

Μια ώρα δρόμο μακριά από την σπηλιά υπήρχε μία βρύση που πήγαινε κάθε πρωί ο
Γιώργος Χασιώτης να φέρει νερό στο αδερφό του,
ένα πρωί όμως:
Σηκώθ' κει ο Γιώργος την αυγή νερό να πάει να φέρει,
βρίσκει ταμπούρια τούρκικα και τούρκους να φιλάνε.
Και πίσω ο Γιώργος γύρισε και στον Αντώνη πάει.
-Σηκου Αντώνη μ' να φύγουμε , πάμε κάτου στον Βάλτο.
Μας πρόδωσαν οι φίλοι μας, οι αδερφοποιτοί μας
Πολλοί μαύροι μας πλάκωσαν ,μαύροι σαν καλιακούδια.
Μην είναι ο Τσόγκας πόυρχεται μην είναι ο Λεπενιώτης
ούτ' είναι ο Τσόγκας πώρχεται , ούτε είναι ο Λεπενιώτες
μον' ο Μουχουρντάραγας με τους τσοχανταραίους,
φέρνει σαΐνια του πασά ,ασκέρι του βεζίρη.
Και η συντροφιά τον άφησε ,οι φίλοι κι οι δικοί του .
Γιώργος Χασιώτης στάθηκε ο μαύρος αδερφός του
Αντώνη μου μη σκιάζεσαι , στο νου σου μην το βάνεις
Αντάμα θα πεθάνουμε , κι αντάμα θα χαθούμε .
-Τράβα Χασιώτη μ' τράβηξε να μην χαθείς μ' εμένα ,
γιατί είναι οι τούρκοι ποιο πολλοί κι σεί σε μοναχό σου,
για να γλιτώσεις αδερφέ μου το αίμα μου να σύρεις.
Ο Άγος Βασιάρης πολιορκεί την σπηλιά με 700 τουρκαλβανούς και ζητάει από τον Κατσαντώνη να παραδοθεί. Ο Κατσαντώνης καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους τουρκαλαβανούς και αποφασίζουν να διαφύγουν .
Ο Χασιώτης παίρνει στους ώμους του τον άρρωστο αδερφό του και προσπαθεί να διαφύγει, τα υπόλοιπα παλικάρια προσπαθούν να καλύψουν την αποχώρησή τους ,πολεμώντας σαν λιοντάρια με την ελπίδα ότι θα τους ακούσει το υπόλοιπο Κατσαντοναίηκο ασκέρι, θα έρθουν για βοήθεια όπως λέει το παρακάτω τραγούδι.
Όμως δεν μπόρεσαν να πάνε μακριά ,έπεσαν πάνω τους οι τούρκαλβανοί τους συνέλαβαν ζωντανούς και τους μετέφεραν στα Γιάννενα στον Αλή πασσά.

Πολλά ντουφέκια πέφτουνε μες΄το Μοναστηράκι.
Μήνα στο γάμο πέφτουνε ,μήνα στο πανηγύρι;
Ούτε στον γάμο πέφτουνε ούτε στο πανηγύρι.
Κατσαντωναίοι πολεμούν με τους Μουχουρνταραίους .
-Πολέμα Γιώργο δυνατά πολέμα αντρειωμένα,
μήπως ακούσουν τα παιδιά μήπως ακούσει ο Κώστας
να πάνε να τον πιάσουνε στην ράχη στην Κατάρα.

Την παραμονή του Πάσχα του 1809 τα δύο αδέρφια μεταφέρθηκαν στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων κάτω από ένα πλάτανο ,όπου ήταν τόπος μαρτυρίου και εκτέλεσης πολλών αγωνιστών. Εκεί ένας γύφτος με ένα μεγάλο σφυρί και με ένα αμόνι τους έσπαγε ένα -ένα τα κόκαλα ,έπειτα από τα φριχτά μαρτύρια τα δύο αδέρφια κρεμάστηκαν από τον πλάτανο.
Ο Βαλαωρίτης γράφει ((Ο πλάτανος ητο εν Ιωαννίνοις ο τόπος της καταδίκης και των μαρτυρίων , ο αιμοσταγής Γολγοθάς ,επι του οποίου εβασανίσθησαν τοσούτοι και τοσούτοι ήρωες))
Ο Fauriel συνεχίζει ((η απόφασης εξετελέσθη εις τα Ιωάννινα ,εις την πλατείαν ενώπιον ενός πλήθους Τούρκων ,οι οποίοι προσπαθούσαν με ύβρεις ,με κατάρες και με προσβολές να επαυξήσουν τα βάσανα των δύο θυμάτων)).

Του Γιώργου Τσόγκα

Ο Γάλλος Ζυσερέ Ντε Σαιν Ντενίς γράφει : Ο Τσογκας ,ηλικίας 55 ετών γεννήθηκε εν Ακαρνανία ανήκε επί πολύ καιρόν εις το σώμα των κλεφτών του περίφημου Κατσαντώνη , ο οποίος είχε καταταράξει τον Αλή δια των τολμηρών ληστειών του. Η αλήθεια είναι ότι ο Τσόγκας γεννήθηκε στην Βόνιτσα Ακαρνανίας.
Ο Κατσαντώνης αποκαλούσε τον Τσόγκα ((βλαχοτζιόγκα)) και ο Καραϊσκάκης ((ξυνογαλά)) ,λόγω της Σαρακατσαναίηκης καταγωγής του. Έπειτα από τον θάνατο του Κατσαντώνη την αρχηγεία των κλεφτών την ανέλαβε ο αδερφός του Κώστας Λεπενιωτης ,αλλά και μετά τον θάνατο του Λεπενιώτη τα απομεινάρια του ένοπλου σώματος του Κατσαντώνη και του Λεπενιώτη σύμφωνα με τον Κασομούλη αποφάσισαν με αρχηγό τον Τσόγκα να πάνε στα Γιάννενα και να δηλώσουν υποταγή στον Αλί πάσα .
Ο Αλί πάσας για ευχαριστήσει τους μετανιωμένους κλέφτες και το προσωπικά τον Τσόγκα , το 1810 τον έκανε καπετάνιο. Ο Κασομούλης γράφει σχετικά: διόρισε τον Τσιόγκαν ,βλάχον πρωτοπαλίκαρο του Κατσιαντώνη περί το 1810 ή 11 Καπιτάνον . Κατέστει τούτος Καπιτάνος άσειστος μέχρι της καταδρομής του Αλή πασα και έπειτα επί της επαναστάσεως μέχρι της θανής του ,1838 ως αρχηγός όπλων της επαρχίας Βονίτσης ,και όλων των συρρεόντων βλαχοποιμένων εις την επαρχείαν ταυτην ως πατηρ.
Πολύ νωρίς μυήθηκε στην φιλική εταιρία ενώ τον Ιανουάριο του 1821 στο σπίτι του ποιητή Σπ. Ζαμπέλιου με τους Γ. Καραϊσκάκη ,Παναουργιά , Κατσικογιάννη, κλπ, αποφασίζουν όλοι μαζί την έναρξη της επανάστασης ,ενώ ανατίθενται στους Καραϊσκάκη ,Βαρνακιώτη, Τσόγκα, και Στουρνάρη η αρχηγεία των αρμάτων της Δυτικής Ελλάδος.
Τον Μαϊο του 1821 μαζί με τον Αλεξακη Βλαχόπουλο και άλλους οπλαρχηγούς της δυτικής Ελλάδος κηρύττουν την επανάσταση και στις 26 Μαΐου Πολιορκούν το Βραχώρι (Αγρίνιο), για να το απελευθερώσουν στις 11 Ιουνίου 1821.

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω τραγούδι:
Σ' όλο τον κόσμο ξαστεριά ,σ' ολο τον κόσμο ήλιο .
Και στο Βραχώρι το μικρό μαύρος καπνός κι αντάρα.
Καπεταναίοι τ'  έκαιγαν ο Τσόγκας κι Αλεξάκης.

Άλλο ένα τραγούδι που αναφέρεται στον Γιώργο Τσόγκα και προέρχεται από την μάχη ανάμεσα στον Θωδοράκι Γρίβα και στους άλλους καπεταναίους που έγινε στην κατοχή Μεσολογγίου το 1823 είναι το εξής:

Τ' ειν' το κακό που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη ,
στη μέση στο Ξηρόμερο ,στην κατοχή στη χώρα;
Τον Θωδοράκη κλείσανε τα πέντε βιλαέρτια ,
ήρθε ο Μακρής απ' τον Ζυγό κι ο Πισλής ακόμα,
ήρθε κι από τ' Άγραφα ο Καραϊσκάκης
ήρθε και από την Βόνιτσα αυτός ο ΒλαχοΤσόγκας
ήρθε κι ο Μάρκος Μπότσαρης με χίλιους πεντακόσιους.
Τον Θοδωράκη πολεμούν τα πέντε βιλαέρτια.
Κι έλεγε και ξανάλεγε : είχα ταϊφά αυτούς τους Βαρνακιώτες!!!
Κ' αυτόν τον παρατήσανε με δεκαεπτά νομάτους.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
και ο ΒλαχοΤσόγκας φώναξε από το μοναστήρι:
-Βάλτε φωτιά και κάψτε τον ,τον Θοδωράκη Γρίβα
μπας και το επιάσουμ' ζωντανό κομμάτια να τον φάμε.
Και ο Θωδοράκης φώναξε με το σπαθί στα χέρια:
-Τι λες αυτού μωρέ παλιόβλαχε ,μωρέ παλιογουρνάρη;
Εμένα με λένε Θοδωρή , με λένε γιο του Γρίβα.
Έβγα με δεκατέσερες και γω με τον Αράπη.
Και ο Τσόγκας του αποκρίθηκε και ο Τσόγκας του φωνάζει:
Δεν βγαίνω εγώ στον πόλεμο με σένα Θωδοράκη,
μα θα σε κάψω ζωντανό με το πολύ τ' ασκέρι.