Ίδια φλογέρα έχω και εγώ , με εννιά φωνές φλογέρα,
Απ'; άκρη σ'; άκρη ολόστρωτα μ'; άσπρο κερί δεμένη .
Τώρα κοντά την έκανα. Μού κοψε το καλάμι
ετούτο μου το δάχτυλο και μου πονάει ακόμα
Θεόκριτος

Ξύλο δεν ήσουν άλαλο και ανώφελη βεργούλα ,
κι εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρια την ψυχή μου;
Σώ δωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα,
που σε ζηλεύουν σαν σ'; ακούν ακόμα και τ'; αηδόνια.
τ'; έχεις καρδούλα μου και κλαις και μου παραπονιέσαι;
Κώστας Κρυστάλης

Η φλογέρα το ποιμενικό μουσικό όργανο δεμένο άρτια με την ζωή του σαρακατσάνου ,γενιές και γενιές την κουβαλούσαν μαζί τους οι Σαρακατσαναίοι, το πουρνό με την παγάδα , το βράδυ με τον σκάρο , όταν πηγαίνει τα πρότα στον σταλό για να ξαποστάσουν , η το δειλινό στο κονάκι του κοντά στην οικογένεια του , ή στα βουνά και στις κορφούλες ,στα λόγγια και στα γρέμια , με την φλογέρα ο τσοπάνος ανοίγει την ψυχή του και την αφήνει να ταξιδέψει ελεύθερα ,εκείνες τις ασταμάτητες μουσικές ώρες θυμάται όλα του τα βιώματα και με το σούριγμα του μολογάει την χαρά του και τον πόνο του.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν ένας σαρακατσάνος χάσει έναν δικό του άνθρωπο για έναν ολόκληρο χρόνο δεν σουράει την φλογέρα . Εδώ πρέπει να αναφέρουμε το πανάρχαιο αυτό έθιμο . Κάποτε ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Άδμητος για το πένθος της Άλκηστης έδωσε διαταγή για δώδεκα μήνες να σιγήσει κάθε φλογέρα και κάθε λίρα: ((αυλών δέ μή κατ'; άστυ, μη λύρας κτύπος έστω σελήνας δώδεκα εκπληρούντες.)). Στους Σαρακατσαναίους το πένθος επιβάλει όχι μόνο το σταμάτημα της φλογέρας ,αλλά και το βούλωμα των κουδουνιών του κοπαδιού. Εδώ βλέπουμε στην πράξη την μουσική αντιστοιχία της φλογέρας με τα κουδούνια στην ζωή των Σαρακατσαναίων.
Ο σαρακατσάνος τσοπάνος δεν παίζει απλά την γλυκιά του φλογέρα αλλά συνταιριάζει τους ήχους της φλογέρας τους με το νήχο των κουδουνιών ή του κύπρου των προβάτων όταν αυτά βαράνε τα κουδούνια τους και τα κυπριά τους , επίσης όρθιος μέσα στην κάπα του κάτω από την βροχή συνταιριάζει το σούριγμα της φλογέρας με τον ρυθμό της βροχής , αυτός ο συνδυασμός φυσικών φαινομένων , και ανθρώπινης δεξιοτεχνίας δίνει στον τσοπάνο ένα αίσθημα εξουσίας, ελευθερίας και πλήρης ανεξαρτησίας , ένα αίσθημα που δεν μπορεί να το προσφέρει κανένα άλλο επάγγελμα στον κόσμο, και ο τσοπάνος το ξέρει καλά και το απολαμβάνει ακριβώς όπως το απολάμβανα γενιές και γενιές ποιμένων από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Ο τσοπάνος ξέρει καλά κάθε νήχο από κάθε κουδούνι του κοπαδιού και έχει μάθει να τα συνδυάζει με το λάλημα της φλογέρας του και έτσι μπορεί μα κινήσει ολόκληρο το κοπάδι, και με τα χρόνια μέσα από τους ήχους της φλογέρας του στέλνει μουσικά μηνύματα και καθοδηγεί ολόκληρο το κοπάδι . Όλα τα πρότα του κοπαδιού ξέρουν το σκοπό του τσοπάνου τους και δεν χάνονται ποτέ, και όταν ένα ξεφύγει και πάει σε άλλο κοπάδι ,μόλις ακούσει το λάλημα της φλογέρας θα γυρίσει πίσω.
Η φλογέρα είναι ο αρχαίος αυλός , και είναι το μοναδικό μουσικό όργανο του τσοπάνου και το κουβαλάει πάντα μαζί του στο ζωνάρι του ή στον τρουβά του (παλιά τον έβαζε στο σελάχι του) και όταν λέει φλογέρα εννοεί όλα τα είδη των αυλών από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα .
Υπάρχουν αρκετά είδη φλογέρας πχ, η μικρή φλογέρα ή τσουρά (τσουράς), ή τζουράϊ , τζιράδι όπως την λένε οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου. Στην Ρούμελη την λένε σουραύλι (έτσι την αποκαλούσαν και οι βυζαντινοί), σε πολλές περιοχές την καλαμένια φλογέρα την λέγανε καλάμι ή καλαμίδι. Συνήθως είναι ανοιχτή και από τις δύο πλευρές σαν σωλήνας , η ίδια φλογέρα σε μία παραλλαγή στην Ρούμελη παρουσιάζεται με βαθουλωμένο ολόκληρο σχεδόν το πάνω στρογγυλό της στόμιο.
Οι Ρουμελιώτες όταν θέλουν ν πούνε ότι παίζει η φλογέρα λένε σουράει η φλογέρα ,ενώ οι Ηπειρώτες λένε τσουάει η φλογέρα , που κατά πάσα πιθανότητα προήλθε από το σουραύλι .
Την μακρύτερη την λένε μεγάλη φλογέρα αλλά τις περισσότερες φορές την λένε τζαμάρα και αυτή επίσης είναι ένας μεγάλος σωλήνας με δύο στόμια .
Αυτός που έπαιζε τη τζαμάρα την έπαιζε πάντα καθιστός και στην ίδια στάση διότι ήταν μεγάλη και δεν την συνδύαζαν ποτέ με τους ήχους των κουδουνιών αλλά την έπαιζαν μόνο στα τραγούδια της τάβλας και στα μοιρολόγια, (εδώ πρέπει να πούμε ότι οι Σαρακατσαναίοι μοιρολόγια εννοούσαν όχι μόνο τα τραγούδια που είχαν πένθιμο περιεχόμενο, αλλά και τα τραγούδια που είχαν αργό ρυθμό δηλ αυτά που είχαν μακρόσυρτούς ρυθμούς και τραγουδούσαν λυπητερά τους καημούς της νιότης της ξενιτιάς , της ζωής , τραγούδια κλέφτικα κλπ.)
Από μικρά παιδιά οι Σαρακατσαναίοι μονοί τους μαθαίνουν να τις φτιάχνουν ,όπως μόνοι τους μαθαίνουν και να τις παίζουν (συνήθως τα τσοπανόπουλα έχουν δύο και τρεις φλογέρες στον τρουβά τους) και ο καθένας έχει καθαρά το δικό του χαρακτηριστικό παίξιμο , από μακριά λέγανε ότι μπορούσες να γνωρίσεις ένα τσοπάνο από τον τρόπο που σούραει την φλογέρα.
Έτσι και τα ζωντανά μάθαιναν τις φωνές της και τον ρυθμό της και με τα χρόνια γνώριζαν και τον τσοπάνο τους.
Όλα τα είδη της φλογέρας τις φτιάχνανε μόνοι τους , για οικονομικούς λόγους αλλά και για να τις φτιάχνουν όπως ήθελαν. Πολλές φορές παίρνανε και αγοραστές .
Οι περισσότερες φλογέρες ήταν φτιαγμένες από ξύλο συνήθως τις φτιάχνανε από ξύλο ελιάς , κουμαριάς , ελάτου, δρυ, οξιάς, σφεντάμι, στην τεχνική ήταν ίδιες με τις καλαμένιες που τις χρησιμοποιούσαν τα παιδιά ή οι τσοπάνηδες που δεν ήξεραν να τις φτιάξουν., συνήθως προτιμούσαν τις ξύλινες , τις κοκαλένιες και τις σιδερένιες φλογέρες.
Βέβαια το μεράκι τους ήταν οι και το φυλαχτό τους ήταν οι κοκαλένιες φλογέρες που τις έφτιαχναν οι ίδιοι από το μεσαίο κόκαλο της φτερούγας του αϊτού, όρνιου ή μπούφου.
Παραμόνευαν όπου υπήρχαν ψοφίμια ώσπου να έρθουν τα όρνια για να φάνε , όταν έβρισκαν κάποια στις διαστάσεις που θέλανε και το πυροβολούσαν ,παίρνανε το κόκαλο που θέλανε και το θάβανε στο χώμα για εξήντα ημέρες ώσπου να φύγουν τα λέσια και το μεδούλι , έπειτα το πήγαιναν στην εκκλησία και το άφηναν κάτω από την αγία τράπεζα για να σαραντίσει (να κάνει σαράντα λειτουργιές),και για να εξαγνιστεί γιατί το όρνιο είναι του διαβόλου. Έπειτα με πύρωναν ένα μεγάλο Σουφλί ή μια πρόκα και άνοιγαν τρύπες.
Η τζαμάρα είναι το μουσικό όργανο του τσέλιγκα που ποτέ δεν παίζει φλογέρα , είναι το καμάρι του γιαυτόν και όλη την στάνη και μάλιστα όσοι από αυτούς ξέρουν να τη παίζουν τοχουν καμάρι , αλλά όσοι δεν ξέρουν φροντίζουν να υπάρχει κάποιος τσοπάνος που ξέρει , η στάνη που έχει καλό παίχτη τζαμάρας είναι ξακουστή και όπως λέγανε δίνει τιμή σε όλη την στάνη.
Η τσαμάρα είναι στην κατασκευή είναι ίδια με την φλογέρα μόνο που είναι πιο μεγάλη (0,60 έως 0,85 μ) και έχει έντεκα τρύπες , γιαυτό δεν γίνεται ποτέ από καλάμι αλλά από καλό ξύλο ,ελιά , έλατο, δρυ, κρανιά ,ή από κόκαλο ή σίδερο (παλιά την φτιάχνανε από την κάνη του καριοφιλιού).
Αλλά η καλύτερη πάλι γίνεται από κόκαλο όρνιου ,που το κόκαλο του είναι μακρύ όσο και η τζαμάρα και μάλιστα λέγανε ότι είναι έτοιμο μόνο τις τρύπες φτιάχνει ο τσοπάνος. Ακολουθούσε και εδώ την ίδια τελετουργία όπως και η φλογέρα .
Η τζαμάρα είναι το αγαπημένο μουσικό όργανο της στάνης που δεν το έπαιζε όποιος –όποιος και το φρόντιζαν όλοι: είναι τόσο καλό αυτό το όργανο λένε που το ευλόγησε ο Αϊς (ο Χριστός) και μάλιστα ότι μία από τις τρύπες της την έφτιαξε ο ίδιος.
Σχετικά με το παραπάνω υπάρχει η εξής παράδοση.
Κάποτε η Εβραίοι κυνηγούσαν τον Χριστό για να τον πιάσουν . Για να κρυφτεί πήγε σε κάποια σαρακατσαναίοικα μαντριά , όσο πλησίαζε ήρθε στα αφτιά του ο γλυκός ήχος της τζαμάρας , και του άρεσε τόσο πολύ , που ενώ μέχρι τότε η τζαμάρα είχε δέκα τρύπες ο Χριστός άνοιξε άλλη μία για να λαλάει καλύτερα και έτσι έγιναν έντεκα. Εκείνη την στιγμή γεννούσαν τα πρόβατα του τσοπάνου έπιασε ο Χριστός ένα αρνί και ευλόγησε τα πρότα , από εκείνη την στιγμή τα πρότα και η τζαμάρα είναι ευλογημένα από τον Χριστό.
Επίσης σύμφωνα με την παράδοση για την τζαμάρα και την φλογέρα λένε τα παρακάτω:
Την τζαμάρα την έφτιαξε ο χριστός και την φλογέρα ο διάβολος .Όταν ο διάβολος έμαθε ότι η τζαμάρα λαλούσε καλύτερα από τη φλογέρα πήγε κρυφά και άνοιξε ακόμη μία τρύπα στη τζαμάρα για να την χαλάσει , αλλά τότε η τζαμάρα λαλούσε ακόμη καλύτερα και έτσι ο διάβολος έσκασε από το κακό του. Την τζαμάρα μπορείς να την λαλήσεις οποιαδήποτε στιγμή μέρα νύχτα την φλογέρα όμως αν την λαλήσεις τα μεσάνυχτα μαζεύονται η διάβολοι και σου παίρνουν την λαλιά.
Μεγάλοι παίχτες της τζαμάρας ήταν οι παρακάτω:
Ζαγόρια
οι τσελιγκάδες Λιάς και Μήτσος Βαγγελής
ο Αλέξης Καζούκας
και σμίχτης Κωσταντής Κεραμάρης
Άγραφα
Ο Βασίλης Κουτσουπιάς και ο γιος του Γιώργος Κουτσουπιάς